Μάρεϊ Μπούκτσιν, Ανοικτή επιστολή προς το οικολογικό κίνημα
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ *
ΜΑΡΕΪ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ
Open Road, Βανκούβερ, Καλοκαίρι 1980
Με την έναρξη της δεκαετίας του 1980, το οικολογικό κίνημα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, αντιμετωπίζει, μια κατάσταση σοβαρότατης κρίσης, η κρίση αυτή αφορά συγκεκριμένα την ταυτότητα και τους σκοπούς του κινήματος: πρόκειται για μια κρίση που δυστυχώς θέτει σε αμφισβήτηση την Ικανότητα του κινήματος να εκπληρώσει την υπόσχεση του ότι μπορεί να προωθήσει εναλλακτικές λύσεις ως προς την κυρίαρχη αισθαντικότητα, τους ιεραρχικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, και τις χειραγωγητικές στρατηγικές για την κοινωνική αλλαγή που επέφεραν την καταστροφική διάσπαση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Aς μιλήσουμε ξεκάθαρα: ή δεκαετία πού έρχεται ενδέχεται κάλλιστα να καθορίσει αν το οικολογικό κίνημα θα περιοριστεί σε διακοσμητικό συμπλήρωμα μιας εγγενώς νοσούσας άντιοικολογικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας αποσαρθρωμένης από την αχαλίνωτη ανάγκη της για έλεγχο, κυριαρχία και εκμετάλλευση τού ανθρώπου και της φύσης — ή, όπως ελπίζω, θα μπορέσει να γίνει (το οικολογικό κίνημα) ολοένα διευρυνόμενος χώρος διαμόρφωσης μιας νέας οικολογικής κοινωνίας η όποια θα βασίζεται στην αλληλοβοήθεια, τις αποκεντρωμένες κοινότητες, τη λαϊκή τεχνολογία και τις μη ιεραρχικές, ελευθεριακές σχέσεις, πού θα θεμελιώσουν μια νέα αρμονία όχι μόνο ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά κι ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Ίσως να φαίνεται απροκάλυπτη θρασύτητα το ότι ένα μεμονωμένο άτομο απευθύνεται σε μιαν αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων πού έχουν δραστηριοποιηθεί με άξονα τα οικολογικά προβλήματα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον μου για το μέλλον του οικολογικού κινήματος δεν είναι ούτε απρόσωπο ούτε εφήμερο. Τριάντα σχεδόν χρόνια, γράφω συνεχώς για τις ολοένα αυξανόμενες οικολογικές αναστατώσεις.
Η πρακτική μου αυτή ενισχύθηκε κατά καιρούς από τη δραστηριοποίηση μου ενάντια στην αυξανόμενη χρήση των φυτοφαρμάκων και των προσθετικών ουσιών στα τρόφιμα (ήδη το 1952), την ενασχόληση μου με το πρόβλημα των πυρηνικών καταλοίπων τής πρώτης δοκιμαστικής έκρηξης υδρογονοβόμβας στον Ειρηνικό Ωκεανό (1954), με το θέμα της ραδιενεργού μόλυνσης πού δημιουργήθηκε ύστερα από το «ατύχημα» του πυρηνικού αντιδραστήρα του Windscale (1956), και τη δραστηριοποίηση μου ενάντια στην προσπάθεια της ConEdison να κατασκευάσει το μεγαλύτερο πυρηνικό αντιδραστήρα του κόσμου στην καρδιά τής Νέας Υόρκης (1963).
Όλα αυτά τα χρόνια αναμείχθηκα σε διάφορες κινήσεις ενάντια στην πυρηνική ενέργεια όπως η όπως ClamshellandShad – όπως και στις προκατόχους της: την EcologyActionEast, της οποίας το μανιφέστο: «Ή Δύναμη τής Καταστροφής, η Δύναμη της Δημιουργίας» έγραψα το 1969, και την CitizensCommitteeonRadiationInformation,που έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στο σταμάτημα του πυρηνικού αντιδραστήρα του Ravenswood(1963). Επομένως, πολύ δύσκολα θα μπορούσα να θεωρηθώ παρείσακτος ή νεοφερμένος στο οικολογικό κίνημα.
Οι παρατηρήσεις μου, που περιέχονται σ’ αυτή την επιστολή, εκπορεύονται άπ’ τις συσσωρεμένες εμπειρίες και το προσωπικό ένδιφέρον μου για τις ιδέες στις όποιες αφιέρωσα την προσοχή μου επίδεκαετίες. Πιστεύω ακράδαντα ότι το έργο και η πείρα μου απ’ όλους αυτούς τους τομείς δε θα είχαν την παραμικρή σημασία αν είχαν περιοριστεί σ’ αυτά καθαυτά τα θέματα όσο σημαντικά κι αν είναι από μόνα τους. Η δραστηριοποίηση μας «ενάντια στην πυρηνική ενέργεια», ενάντια στη χρήση προσθετικών ουσιών στα τρόφιμα, ενάντια στα φυτοφάρμακα και την επιχειρηματικοποίηση της γεωργίας, ή σε τελευταία ανάλυση, ενάντια στις πυρηνικές βόμβες, απλά δεν είναι επαρκής εφόσον ό ορίζοντας μας περιορίζεται σε κάθε ένα άπ’ τα θέματα αυτά ξεχωριστά. Εξίσου σημαντική είναι και ή ανάγκη να αποκαλύψουμε τις τοξικές κοινωνικές αιτίες» και άξιες και τις απάνθρωπες σχέσεις πού δημιούργησαν έναν ολοκληρωτικά δηλητηριασμένο πλανήτη.
Η οικολογία, κατά τη γνώμη μου, σήμαινε πάντα κοινωνική οικολογία: την πεποίθηση, δηλαδή, ότι αυτή καθαυτή η έννοια τής κυριαρχίας πάνω στη φύση πηγάζει από την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, πιο συγκεκριμένα: των γυναικών από τους άντρες, των νέων άπ’ τους μεγάλους, της μιας φυλετικής ομάδας από μια άλλη, της κοινωνίας άπ το κράτος, του ατόμου από τη γραφειοκρατία, καθώς και της μιας οικονομικής τάξης από μιαν άλλη ή ενός αποικιοκρατούμενου λαού από μιαν αποικιοκρατική δύναμη. Κατά τη γνώμη μου, η κοινωνική οικολογία πρέπει ν’ αρχίσει τον αγώνα της για την ελευθερία όχι μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στην οικογένεια, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην ανθρώπινη ψυχή, όχι μόνο στις υλικές αλλά και στις πνευματικές συνθήκες τής ζωής.
Αν δεν αλλάξουν οι πιο μοριακές σχέσεις αυτής τής κοινωνίας — δηλαδή, οι σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, τους ενήλικους και τα παιδιά, τους λευκούς και τις άλλες φυλετικές ομάδες, τους ετεροφυλόφιλους και τους ομοφυλοφίλους (ο κατάλογος είναι όντως πολύ μεγάλος) — η κοινωνία θα αποσαρθρωθεί τελικά από την κυριαρχία, ακόμα κι αν έχει σοσιαλιστική, «αταξική» και «μη εκμεταλλευτική» μορφή, θα είναι διαποτισμένη σε βάθος από την Ιεραρχία, ακόμη κι αν εξυμνεί τις αμφισβητούμενες και ύποπτες αρετές τής «λαϊκής δημοκρατίας», του «σοσιαλισμού» και τής «δημόσιας ιδιοκτησίας» των «φυσικών πόρων». Και όσο θα υπάρχει ιεραρχία, όσο ή κυριαρχία θα οργανώνει την ανθρωπότητα με βάση το σύστημα των ελίτ, θα εξακολουθεί να υπάρχει και το πρόγραμμα κυριαρχίας πάνω στη φύση το όποιο αναπόφευκτα θα οδηγήσει τον πλανήτη μας στην ολοκληρωτική οικολογική καταστροφή.
Η εμφάνιση του κινήματος των γυναικών, πολύ περισσότερο από ότι ή αντικουλτούρα, η εκστρατεία για την «κατάλληλη» τεχνολογία και οι κινήσεις ενάντια στην πυρηνική ενέργεια (θα παραλείψω τις εξυγιαντικές περιπέτειες τύπου «Ήμερα της Γης»), στοχεύει άμεσα στην καρδιά της ιεραρχικής κυριαρχίας πού τροφοδοτεί την οικολογική κρίση του κόσμου μας. Μόνον αν στηριχθεί (ως αντικουλτούρα, εναλλακτική τεχνολογία ή κίνημα ενάντια στην πυρηνική ενέργεια) στις μη ιεραρχικές αισθαντικότητες και δομές που αναδεικνύονται άπ’ τις αληθινά ριζοσπαστικές τάσεις του φεμινισμού, μόνο τότε μπορεί το οικολογικό κίνημα να πραγματώσει τις πλούσιες δυνατότητες του για βασικές αλλαγές στην ουσιαστικά αντιοικολογική κοινωνία μας και τις άξιες της. Μόνον αν μπορέσει συνειδητά να καλλιεργήσει μιαν αντιεραρχική και μη εξουσιαστική αισθαντικότητα, δομή και στρατηγική για την κοινωνική αλλαγή, μόνο τότε το οικολογικό «κίνημα» θα μπορέσει να διασφαλίσει την ταυτότητά του ως κίνημα για μια νέα ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, και τον σκοπό τ ο υ: για μια αληθινά οικολογική κοινωνία.
Αυτή η ταυτότητα και αυτός ο σκοπός αντιμετωπίζουν σήμερα τον τεράστιο κίνδυνο τής διάβρωσης. «Η οικολογία είναι, σήμερα, «τής μόδας», κυριολεκτικά «τού συρμού» — και μ’ αυτή τη θλιβερή δημοτικότητά της εμφανίστηκε ένα νέο είδος περιβαλλοντιστικής μανίας. «Από μια νοοτροπία και ένα κίνημα που έδιναν τουλάχιστον την υπόσχεση της αμφισβήτησης της ιεραρχίας και της κυριαρχίας δημιουργήθηκε μια μορφή π ε ρ ι β α λ λ ο ν τ ι σ μ ο ύ που βασίζεται περισσότερο στην επιδιόρθωση των υφιστάμενων θεσμών, κοινωνικών σχέσεων, τεχνολογιών και αξιών παρά στην ολική αλλαγή τους. Χρησιμοποιώ τον όρο «περιβαλλοντισμός» σαν το εντελώς αντίθετο της οικολογίας και πιο συγκεκριμένα τής κοινωνικής οικολογίας.
Ενώ η κοινωνική οικολογία επιδιώκει, κατά τη γνώμη μου, να εξαλείψει την έννοια τής κυριαρχίας τής φύσης άπ’ τον άνθρωπο εξαλείφοντας την κυριαρχία του ανθρώπου άπ’ τον άνθρωπο, ο περιβαλλοντισμός αντανακλά μια «λειτουργιστική» ή τεχνολογική αισθαντικότητα σύμφωνα με την όποια η φύση νοείται απλά ως παθητικό «φυσικό περιβάλλον», ως συσσώρευση εξωτερικών αντικειμένων και δυνάμεων πού πρέπει να γίνουν πιο «εύχρηστες» για τον άνθρωπο ανεξάρτητα άπ’ το ποιες μπορεί να είναι αυτές οι «χρήσεις». Ό περιβαλλοντισμός είναι απλά μια περιβαλλοντική μηχανική. Δε θέτει σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες αντιλήψεις της παρούσας κοινωνίας, κυρίως την αντίληψη ότι ό άνθρωπος πρέπει να κυριαρχεί πάνω στη φύση. «Αντίθετα, επιδιώκει να διευκολύνει αυτήν την κυριαρχία αναπτύσσοντας μεθόδους για τη μείωση των κινδύνων πού οφείλονται σ’ αυτήν την κυριαρχία.
Αυτές καθαυτές οι έννοιες της ιεραρχίας και της κυριαρχίας συσκοτίζονται χάρη σε μια τεχνική έμφαση στις «εναλλακτικές» πηγές ενέργειας, στα διάφορα δομικά σχέδια για αποτελεσματικότερη «διάσωση» ενέργειας» χάρη στους «απλούς» τρόπους ζωής στο όνομα των «ορίων ανάπτυξης» που σήμερα αντιπροσωπεύουν μια τεράστια αναπτυξιακή βιομηχανία — και, φυσικά, χάρη στην εμφάνιση και προβολή των «οικολογικά» προσανατολισμένων υποψηφίων για τα δημόσια αξιώματα και των «οικολογικά»προσανατολισμένων κομμάτων πού αποσκοπούν να προσαρμόσουν όχι μόνο τη φύση αλλά και την κοινή γνώμη σε μια πειθαρχημένη σχέση με την υπάρχουσα κοινωνία.
Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ «ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ»
Ο «οικολογικός» ηλιακός δορυφόρος των 24 τετρ. μιλίων του NathanGlazer, τα «οικολογικά» διαστημόπλοια του Ο’ Neillκαι οι γιγαντιαίοι «οικολογικοί» ανεμόμυλοι της DOE— για να αναφέρουμε μόνο τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα αυτής τής περιβαλλοντιστικής νοοτροπίας — είναι τόσο «οικολογικά» όσο και τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Σε τελευταία ανάλυση, οι «οικολογικές» αξιώσεις τους είναι πολύ πιο επικίνδυνες γιατί είναι πολύ πιο παραπλανητικές και αποπροσανατολιστικές για το κοινό.
Ό θόρυβος που γίνεται για την «»Ημέρα τής Γης» ή για κάποιες μελλοντικές «Ήμερες του «Ήλιου» και «»Ημέρες του Ανέμου», όπως και η ευλαβοφανής ρητορική των φλύαρων εργολάβων τής ηλιακής ενέργειας και των πεινασμένων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας «οικολόγων» εφευρετών, αποκρύπτουν το σημαντικότατο γεγονός ότι η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια, η οργανική αγροκαλλιέργεια, η ολιστική υγεία και η «εκούσια απλότητα» θα αλλάξουν ελάχιστα πράγματα στη γελοία ανισορροπία μας με τη φύση, εφόσον δε θα έχει θιχτεί και το πρόβλημα της πατριαρχικής οικογένειας, των πολυεθνικών εταιρειών, της γραφειοκρατικής και συγκεντρωτικής πολιτικής δομής, του συστήματος ιδιοκτησίας και τής υφιστάμενης τεχνοκρατικής ορθολογικότητας. Η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια και η γεωθερμική ενέργεια παραμένουν απλά μορφές ενέργειας εφόσον τα μηχανήματα για τη χρησιμοποίηση τους είναι αδικαιολόγητα πολύπλοκα, γραφειοκρατικά ελεγχόμενα, ιδιοκτησία των εταιρειών ή θεσμικά συγκεντροποιημένα.
«Ομολογουμένως, αυτές οι μορφές ενέργειας είναι λιγότερο επικίνδυνες για τη σωματική υγεία των ανθρώπινων όντων άπ’ ό,τι η ενέργεια πού προέρχεται, άπ’ τα πυρηνικά και φυσικά καύσιμα» ωστόσο, είναι σαφώς επικίνδυνες για την πνευματική, ηθική και κοινωνική υγεία της ανθρωπότητας εφόσον αντιμετωπίζονται απλά σαν τεχνικές πού δεν προϋποθέτουν νέες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση καθώς και σ’ αυτή καθαυτή την κοινωνία, ο σχεδιαστής, ο γραφειοκράτης διευθυντής της εταιρείας και ο καριερίστας της πολιτικής δεν εισάγουν τίποτα το καινούριο ή το οικολογικό στην κοινωνία ή στην αισθαντικότητα μας απέναντι στη φύση και τους ανθρώπους επειδή τάσσονται υπέρ της «ήπιας ενέργειας»» όπως όλοι οι τεχνοκράτες {…} απλά συγκαλύπτουν ή αποκρύπτουν τους κινδύνους για τη βιόσφαιρα και την ανθρώπινη ζωή με το να επιβάλλουν στις οικολογικές τεχνολογίες τον ζουρλομανδύα των ιεραρχικών άξιων αντί να αμφισβητούν τις άξιες και τους θεσμούς πού αντιπροσωπεύουν.
ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Παρόμοια, ακόμα και η αποκέντρωση γίνεται όρος χωρίς περιεχόμενο όταν σημαίνει μάλλον τα, μαθηματικά υπολογιζόμενα, πλεονεκτήματα της προσφοράς και της ανακύκλωσης παρά την ανθρώπινη κλίμακα.»Αν με την αποκέντρωση της κοινωνίας (ή όπως αρέσκονται να δηλώνουν οι «οικολογικά» προσανατολισμένοι πολιτικοί: επιτυγχάνοντας μιαν «ισορροπία» μεταξύ «αποκέντρωσης» και «συγκεντρωτισμού») σκοπεύουμε να εξασφαλίσουμε«φρέσκα τρόφιμα την εύκολη «ανακύκλωση των απορριμμάτων», τη μείωση του «κόστους μεταφοράς» ή να επιβάλλουμε «περισσότερο» λαϊκό Έλεγχο πάνω στην κοινωνική ζωή (προσέξτε: όχι π λ ή ρ η λαϊκό έλεγχο), τότε ακόμα και η αποκέντρωση χάνει την οικολογική και ελευθεριακή σημασία της ως δίκτυο ελεύθερων και με φυσική αρμονία κοινοτήτων που βασίζονται στην άμεση, πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία και τους πλήρως πραγματωμένους εαυτούς, οι όποιοι μπορούν πράγματι να αναπτύξουν την αυτοδιεύθυνση και την αυτοδραστηριότητα που είναι τόσο ζωτικές για την πραγμάτωση μιας οικολογικής κοινωνίας.
Όπως και η εναλλακτική τεχνολογία, η αποκέντρωση, υποβιβάζεται σε απλό τεχνικό στρατήγημα για τη συγκάλυψη της ιεραρχίας και της κυριαρχίας. Το «οικολογικό» δράμα του «ελέγχου των ενεργειακών πηγών άπ’ την τοπική αυτοδιοίκηση», η «εθνικοποίηση της βιομηχανίας» κι ένα σωρό άλλες αοριστολογίες όπως η περιβόητη «οικονομική δημοκρατία», ενδέχεται φαινομενικά να περιορίζουν τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις μεγάλες εταιρείες» ωστόσο, αποφεύγουν να θίξουν το γενικό έλεγχο που ασκούν σε ολόκληρη την κοινωνία. Πράγματι, ακόμα και μια εθνικοποιημένη εταιρική, δομή παραμένει «γραφειοκρατική και ιεραρχική.
Σαν άνθρωπος πού ασχολήθηκα σε βάθος με τα οικολογικά ζητήματα ολόκληρες δεκαετίες, προσπαθώ να προειδοποιήσω τους καλοπροαίρετους, οικολογικά προσανατολισμένους ανθρώπους για ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα του κινήματος μας. Θα εκφράσω τις ανησυχίες μου με όσο γίνεται πιο άμεσο τρόπο: εκείνο πού μ’ ενοχλεί είναι ή ευρύτατα διαδεδομένη τεχνοκρατική νοοτροπία και ο πολιτικός οπορτουνισμός που απειλούν να αντικαταστήσουν την κοινωνική οικολογία με μια νέα μορφή κοινωνικής μηχανικής. Για αρκετό καιρό όλα έδειχναν ότι το οικολογικό κίνημα θα μπορούσε να πραγματώσει τις ελευθεριακές προοπτικές του ως κίνημα για μιαν αντιεραρχική κοινωνία. Ενισχυμένο απ’ τις πιο προωθημένες τάσεις των φεμινιστικών, ομοφυλοφιλικών, κοινοβιακών και κοινωνικά ριζοσπαστικών κινημάτων, όλα έδειχναν ότι το οικολογικό κίνημα θα μπορούσε να αρχίσει να συγκεντρώνει τις προσπάθειες του στην πραγματοποίηση τής αλλαγής ως προς τη βασική δομή της αντιοικολογικής κοινωνίας μας και όχι απλά να εξασφαλίσει πιο ευπρόσδεκτες μεθόδους για τη διαιώνιση της ή θεσμικά «καλλυντικά» για τη συγκάλυψη των ανίατων ασθενειών της.
Ή εμφάνιση των διαφόρων κινήσεων ενάντια στην πυρηνική ενέργεια, πού βασίστηκαν σ’ ένα αποκεντρωμένο δίκτυο ομάδων συγγένειας, στην άμεση δημοκρατία ως προς τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και στην άμεση δράση, φάνηκε να ενισχύει αυτήν την ελπίδα. Το πρόβλημα πού αντιμετώπιζε το κίνημα φάνηκε ότι είναι βασικά πρόβλημα διαπαιδαγώγησης (ατομικής και συλλογικής αφύπνισης) αφορούσε, δηλαδή, την ανάγκη να γίνουν πλήρως κατανοητά: η σημασία της δομής «ομάδα συγγένειας» ως οικογενειακού τύπου μορφή με χρονική διάρκεια, όλα όσα προϋποθέτει και συνεπάγεται ή άμεση δημοκρατία, ή έννοια της άμεσης δράσης όχι πια ως «στρατηγική» αλλά ως βαθιά ριζωμένη αισθαντικότητα, ως νοοτροπία που εκφράζει το γεγονός ότι καθένας(καθεμιά) έχει το δικαίωμα να αναλάβει τον άμεσο έλεγχο τής κοινωνίας και τής καθημερινής ζωής του (της).
Ο ΝΕΟΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΣ
Ωστόσο, αποτελεί σαφή ειρωνεία το γεγονός ότι, με την έναρξη δεκαετίας του 1980,που προσφέρει πλούσιες υποσχέσεις για σαρωτικές αλλαγές ως προς τις άξιες και την ανθρώπινη συνείδηση, εμφανίστηκε κι ένας νέος οπορτουνισμός που απειλεί να μετατρέψει το οικολογικό κίνημα σε απλό «καλλυντικό» τής παρούσας κοινωνίας. Πολλοί αυτοτιτλοφορούμενοι «ιδρυτές» των διαφόρων κινήσεων ενάντια στην πυρηνική ενέργεια (πράγμα που ισχύει ιδιαίτερα για την Clamshell Alliance), έγιναν σήμερα «ριζοσπάστες διευθυντές», όπως τους αποκαλεί ο Andrew Kopkind έγιναν, δηλαδή, οι χειραγωγοί μιας πολιτικής «συναίνεσης», που λειτουργεί μέσα στα πλαίσια του συστήματος στο όνομα ακριβώς της υποτιθέμενης αντίθεσης προς αυτό.
Ό «ριζοσπάστης διευθυντής» δεν είναι εντελώς καινούριο φαινόμενο. Ο Τζέρι Μπράουν, όπως και η δυναστεία των Κένεντι, έχουν καλλιεργήσει αυτήν την τέχνη στον τομέα τής πολιτικής εδώ και πάρα πολλά χρόνια. ‘Εκείνο πού μάς εκπλήσσει με την τωρινή «γενιά» είναι ότι πάρα πολλοί «ριζοσπάστες διευθυντές» προέρχονται από σημαντικά ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα τής δεκαετίας του 1960 και, το πιο σπουδαίο, από το οικολογικό κίνημα τής δεκαετίας του ’70. Οι ριζοσπάστες και ιδεαλιστές της δεκαετίας του ’30 χρειάστηκαν ολόκληρες δεκαετίες για να καταλήξουν στον κυνισμό τής μέσης ηλικίας που ήταν απαραίτητος για τη συνθηκολόγηση τους κι επιπλέον είχαν την εντιμότητα να το παραδεχτούν δημόσια. Τα πρώην μέλη της S.D.S. και των ομάδων οικολογικής δράσης συνθηκολογούν όταν είναι ακόμα σχετικά νέοι και γράφουν «πικρόχολες» αυτοβιογραφίες στα 25, τα 30 ή τα 35 χρόνια τους, διανθισμένες μ’ ένα σωρό εκλογικεύσεις για την άνευ όρων παράδοση τους στο κατεστημένο. Ή περίπτωση του Τομ Χέιντεν δε χρειάζεται ιδιαίτερη κριτική, όπως αποδεικνύει η κυνική επιχειρηματολογία του ενάντια στην άμεση δράση που αναλήφθηκε στο Seab roukτο περασμένο φθινόπωρο. Ακόμα χειρότερη είναι η περίπτωση του «Κόμματος των Πολιτών» του Μπάρι Κομόνερ, κτλ.
ΟΙ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ριζοσπαστικό περιεχόμενο μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας που βασίζεται στις εναλλακτικές τεχνολογίες και τις στενά συνδεδεμένες κοινότητες, μ’ ένα σωρό ευφυέστατα κόλπα, τίθεται στην υπηρεσία μιας τεχνοκρατικής αισθαντικότητας, των «ριζοσπαστών διευθυντών» και των οπορτουνιστών καριεριστών. Ό σοβαρότατος κίνδυνος, στην προκειμένη περίπτωση, πηγάζει άπ’ την αποτυχία πολλών ιδεαλιστικά σκεπτόμενων ατόμων να αντιμετωπίσουν τα σημαντικά κοινωνικά ζητήματα με τον αποκλειστικά δικό τους τρόπο, να αναγνωρίσουν τον ολοφάνερα ασυμβίβαστο χαρακτήρα των σκοπών πού έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, των σκοπών που δεν μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς την άνευ όρων παράδοση του οικολογικού κινήματος στα χέρια των χειρότερων εχθρών του.Τις περισσότερες φορές, αυτοί οι εχθροί είναι, οι «ηγέτες» και οι «Ιδρυτές» του, πού προσπάθησαν να το κάνουν να προσαρμοστεί, στο σύστημα και τις ιδεολογίες που αποκλείουν κάθε κοινωνική ή οικολογική διευθέτηση με τη μορφή μιας οικολογικής κοινωνίας.
Το δόλωμα της «επιρροής», της «παραδοσιακής πολιτικής της «αποτελεσματικότητας» , αποδεικνύει με εντυπωσιακό τρόπο την έλλειψη συνοχής και συνείδησης που μαστίζει σήμερα το οικολογικό κίνημα. Οι ομάδες συγγένειας, η άμεση δημοκρατία και η άμεση δράση δε θεωρούνται πράγματα ευπρόσδεκτα — ή σε τελευταία ανάλυση κατανοητά — από τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν μοναχικά, εγκλωβισμένοι στις ντισκοτέκ και τα εργένικα μπαρ. Είναι αρκετά τραγικό το ότι αυτοί οι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν παραδώσει την κοινωνική τους δύναμη, ουσιαστικά την ίδια τους την προσωπικότητα, στους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες που ζουν μέσα σ΄ένα πλέγμα υπακοής και ισχύος όπου συνήθως παίζουν δευτερεύοντες ρόλους. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι ή άμεση αίτια τής οικολογικής κρίσης τής εποχής μας — αίτια πού οι ιστορικές της ρίζες βρίσκονται στην κοινωνία τής αγοράς η οποία μας περιβάλλει. Το να ζητήσουμε από τους ανίσχυρους ανθρώπους να ξαναπάρουν στα χέρια τους την ίδια τη ζωή τους είναι πολύ πιο σημαντικό άπ» το να προσθέσουμε έναν περίπλοκο, συχνά ακατανόητο και δαπανηρό η λ ι α κ ό συσσωρευτή στα σπίτια τους.
Μέχρι να ξαναποκτήσουν μια νέα αίσθηση δύναμης πάνω στη ζωή τους, μέχρι να δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα αυτοδιεύθυνσης για να αντιτεθούν στο σημερινό σύστημα Ιεραρχικής διεύθυνσης, μέχρι να αναπτύξουν νέες οικολογικές άξιες για να ·αντικαταστήσουν τις τρέχουσες εξουσιαστικές άξιες — διαδικασία την όποια οι ηλιακοί συσσωρευτές, οι εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας και οι οργανικές καλλιέργειες μπορούν να δ ι ε υ κ ο λ ύ ν ο υ ν αλλά ποτέ να αντικαταστήσουν — ό,τι κι αν αλλάξει στην κοινωνία δε θα μπορέσει να θεμελιώσει μια νέα ισορροπία με τον φυσικό κόσμο.
Είναι ολοφάνερο ότι όλοι αυτοί οι ανίσχυροι άνθρωποι δε θα αποδεχτούν τις ομάδες συγγένειας, την άμεση δημοκρατία και την άμεση δράση έτσι απλά, χάρη στην ομαλή εξέλιξη των γεγονότων.Το γεγονός ότι έχουν βασικές παρορμήσεις οι όποιες τους κάνουν πολύ δεκτικούς απέναντι σ’ αυτού του είδους τις μορφές και τις δραστηριότητες —γεγονός που εκπλήσσει πάντα τους «ριζοσπάστες διευθυντές» σε περιόδους κρίσης και σύγκρουσης — αποτελεί μια δυναμική που πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητή και να αποκτήσει διανοητική συνοχή με τη συστηματική διαπαιδαγώγηση και τα επανειλημμένα παραδείγματα. Κι αυτήν ακριβώς τη διαπαιδαγώγηση και τα παραδείγματα άρχισαν να προσφέρουν ορισμένες φεμινιστικές και αντιπυρηνικές ομάδες.
Αυτό που είναι απίστευτα οπισθοδρομικό με την τεχνική πίεση και την εκλογική πολιτική των τεχνοκρατών του περιβάλλοντος και των «ριζοσπαστών διευθυντών» σήμερα είναι ότι αναδημιουργούν στο όνομα τής «ήπιας ενέργειας», μιας παραπειστικής «αποκέντρωσης» και των εγγενώς ιεραρχικών κομματικών δομών, τις χειρότερες μορφές και συνήθειες, πού υποθάλπουν στο αμερικανικό κοινό την παθητικότητα, την υπακοή και το αίσθημα του τρωτού απέναντι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η θεαματική πολιτική, πού προωθούν οι διάφοροι Μπράουν, Χέιντεν, Κομόνερ, οι «ιδρυτές» των οικολογικών κινήσεων όπως οι Wasserman– Lovejoyμαζί με τις πρόσφατες τεράστιες διαδηλώσεις της Ουάσιγκτον και της Νέας Υόρκης, διαμορφώνει μάζες και όχι πολίτες, αντικείμενα χειραγώγησης στη διάθεση των μέσων μαζικής ενημέρωσης ανεξάρτητα από ποιους χρησιμοποιούνται: την Exxon, την G.E.D. (Campainfor Economic Democracy: Εκστρατεία για την Οικονομική Δημοκρατία**), το Κόμμα των Πολιτών, κτλ.
Η οικολογία χρησιμοποιείται ενάντια στην ανάπτυξη της οικολογικής αισθαντικότητας, τις οικολογικές μορφές οργάνωσης και τις οικολογικές πρακτικές για να «κερδηθούν» οι μάζες των ψηφοφόρων και όχι για την οικολογική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων. Ό φόβος της «απομόνωσης», της «ματαιότητας», της «αναποτελεσματικότητας» δημιουργεί ένα νέο είδος απομόνωσης, ματαιότητας και αναποτελεσματικότητας» πιο συγκεκριμένα: την πλήρη παραίτηση, την εγκατάλειψη των βασικότερων ιδανικών και σκοπών του ατόμου. Κερδίζεται η «εξουσία» με τίμημα την απώλεια της μοναδικής δύναμης που πραγματικά έχουμε και που μπορεί ν’ αλλάξει αυτήν την παράλογη κοινωνία την ηθική μας ακεραιότητα, τα ιδανικά μας και τις αρχές μας. Μπορεί να πρόκειται, βέβαια, για την ιδανική ευκαιρία των καριεριστών πού χρησιμοποίησαν την οικολογία για την προσωπική προβολή τους και την παραπέρα αναρρίχηση τους στην ιεραρχία» θα γίνει, όμως, ό τάφος ενός κινήματος που εμπεριέχει, σε λανθάνουσα μορφή, τα ιδανικά ενός καινούριου κόσμου -που οι μάζες γίνονται άτομα και οι φυσικοί πόροι γίνονται φύση, άτομα και φύση που πρέπει να τα σεβαστούμε για την μοναδικότητα και την πνευματικότητα τους.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Σήμερα, βλέπουμε να εμφανίζεται ένα οικολογικά προσανατολισμένο φεμινιστικό κίνημα και, επιπλέον, εξακολουθεί να υπάρχει το περίγραμμα των ελευθεριακών κινήσεων ενάντια στην πυρηνική ενέργεια. Η συγχώνευση αυτών των δύο με τα νέα κινήματα, που ενδέχεται να ξεπηδήσουν άπ’ τις διάφορες κρίσεις της εποχής μας, μπορεί να σημάνει την έναρξη μιας από τις πιο ενθουσιαστικές και απελευθερωτικές δεκαετίες τού αιώνα μας. Το οικολογικό πρόβλημα δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διαχωριστεί άπ’ όλα τα άλλα προβλήματα τής εποχής μας τον σεξισμό, την εξουσία της ηλικίας, τη φυλετική καταπίεση, την «ενεργειακή κρίση», τη δύναμη των μεγάλων εταιρειών, τη συμβατική ιατρική, τη γραφειοκρατική χειραγώγηση, τη στρατιωτικοποίηση τής ζωής, τον μιλιταρισμό, την ερήμωση των πόλεων, τον πολιτικό συγκεντρωτισμό. «Όλα αυτά τα προβλήματα είναι στενά συνδεδεμένα με τις έννοιες ιεραρχία και κυριαρχία, έννοιες κλειδιά για μία ριζοσπαστική κοινωνική οικολογία.
Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο για όλους όσους συμμετέχουν στο οικολογικό κίνημα να πάρουν μια κρίσιμη απόφαση: θα διαφυλάξουμε, κατά τη δεκαετία του 80, την δραματική μας αντίληψη για ένα οίκο-λογικό μέλλον που θα βασίζεται στην ελευθεριακή θέση της αποκέντρωσης και της εναλλακτικής τεχνολογίας, και για μια ελευθεριακή πρακτική πού θα πρέπει να βασίζεται στις ομάδες συγγένειας, την άμεση δημοκρατία και την άμεση δράση; Ή αντίθετα, αυτό που θα σφραγίσει τη δεκαετία θα είναι η θλιβερή επιστροφή στον ιδεολογικό σκοταδισμό και την «παραδοσιακή πολιτική» που επιτυγχάνει την κατάκτηση της «εξουσίας» και την «αποτελεσματικότητα» εφαρμόζοντας εκείνες ακριβώς τις μεθόδους που θα πρέπει να πολεμήσει; Θα επιδιώξει το οικολογικό κίνημα να κερδίσει τις πλασματικές μάζες των ψηφοφόρων χρησιμοποιώντας εκείνες ακριβώς τις μορφές μαζικής χειραγώγησης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη μαζική κουλτούρα πού τάχθηκε να αντιστρατευθεί; Οι δυο αυτές κατευθύνσεις δε γίνεται να συνδυαστούν, είναι εντελώς ασυμβίβαστες μεταξύ τους.
Η από μέρους μας χρήση των «μέσων», των κινητοποιήσεων και των πράξεων πρέπει να απευθύνεται στην ψυχή και το πνεύμα των ανθρώπων, όχι στα εξαρτημένα αντανακλαστικά τους και στην τακτική των σοκ, που δεν αφήνουν να εκφραστεί η λογική και ή ανθρωπιά τους. Πάντως, η εκλογή πρέπει να γίνει τώρα, πριν θεσμοποιηθεί το οικολογικό κίνημα σ’ απλό εξάρτημα αυτού ακριβώς του συστήματος που τις δομές και τις μεθόδους του διακηρύσσει ότι αντιστρατεύεται. Η εκλογή αυτή πρέπει να γίνει συνειδητά και αποφασιστικά αλλιώς, θα έχουμε χάσει για πάντα όχι μόνο αυτήν τη δεκαετία αλλά και ολόκληρο τον αιώνα μας.
*) Πρώτη έντυπη δημοσίευση : Αναρχικό περιοδικό «Μαύρος Ήλιος» Αθήνα, 1/10/1981
Με την έναρξη της δεκαετίας του 1980, το οικολογικό κίνημα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, αντιμετωπίζει, μια κατάσταση σοβαρότατης κρίσης, η κρίση αυτή αφορά συγκεκριμένα την ταυτότητα και τους σκοπούς του κινήματος: πρόκειται για μια κρίση που δυστυχώς θέτει σε αμφισβήτηση την Ικανότητα του κινήματος να εκπληρώσει την υπόσχεση του ότι μπορεί να προωθήσει εναλλακτικές λύσεις ως προς την κυρίαρχη αισθαντικότητα, τους ιεραρχικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, και τις χειραγωγητικές στρατηγικές για την κοινωνική αλλαγή που επέφεραν την καταστροφική διάσπαση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Aς μιλήσουμε ξεκάθαρα: ή δεκαετία πού έρχεται ενδέχεται κάλλιστα να καθορίσει αν το οικολογικό κίνημα θα περιοριστεί σε διακοσμητικό συμπλήρωμα μιας εγγενώς νοσούσας άντιοικολογικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας αποσαρθρωμένης από την αχαλίνωτη ανάγκη της για έλεγχο, κυριαρχία και εκμετάλλευση τού ανθρώπου και της φύσης — ή, όπως ελπίζω, θα μπορέσει να γίνει (το οικολογικό κίνημα) ολοένα διευρυνόμενος χώρος διαμόρφωσης μιας νέας οικολογικής κοινωνίας η όποια θα βασίζεται στην αλληλοβοήθεια, τις αποκεντρωμένες κοινότητες, τη λαϊκή τεχνολογία και τις μη ιεραρχικές, ελευθεριακές σχέσεις, πού θα θεμελιώσουν μια νέα αρμονία όχι μόνο ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά κι ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Ίσως να φαίνεται απροκάλυπτη θρασύτητα το ότι ένα μεμονωμένο άτομο απευθύνεται σε μιαν αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων πού έχουν δραστηριοποιηθεί με άξονα τα οικολογικά προβλήματα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον μου για το μέλλον του οικολογικού κινήματος δεν είναι ούτε απρόσωπο ούτε εφήμερο. Τριάντα σχεδόν χρόνια, γράφω συνεχώς για τις ολοένα αυξανόμενες οικολογικές αναστατώσεις.
Η πρακτική μου αυτή ενισχύθηκε κατά καιρούς από τη δραστηριοποίηση μου ενάντια στην αυξανόμενη χρήση των φυτοφαρμάκων και των προσθετικών ουσιών στα τρόφιμα (ήδη το 1952), την ενασχόληση μου με το πρόβλημα των πυρηνικών καταλοίπων τής πρώτης δοκιμαστικής έκρηξης υδρογονοβόμβας στον Ειρηνικό Ωκεανό (1954), με το θέμα της ραδιενεργού μόλυνσης πού δημιουργήθηκε ύστερα από το «ατύχημα» του πυρηνικού αντιδραστήρα του Windscale (1956), και τη δραστηριοποίηση μου ενάντια στην προσπάθεια της ConEdison να κατασκευάσει το μεγαλύτερο πυρηνικό αντιδραστήρα του κόσμου στην καρδιά τής Νέας Υόρκης (1963).
Όλα αυτά τα χρόνια αναμείχθηκα σε διάφορες κινήσεις ενάντια στην πυρηνική ενέργεια όπως η όπως ClamshellandShad – όπως και στις προκατόχους της: την EcologyActionEast, της οποίας το μανιφέστο: «Ή Δύναμη τής Καταστροφής, η Δύναμη της Δημιουργίας» έγραψα το 1969, και την CitizensCommitteeonRadiationInformation,που έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στο σταμάτημα του πυρηνικού αντιδραστήρα του Ravenswood(1963). Επομένως, πολύ δύσκολα θα μπορούσα να θεωρηθώ παρείσακτος ή νεοφερμένος στο οικολογικό κίνημα.
Οι παρατηρήσεις μου, που περιέχονται σ’ αυτή την επιστολή, εκπορεύονται άπ’ τις συσσωρεμένες εμπειρίες και το προσωπικό ένδιφέρον μου για τις ιδέες στις όποιες αφιέρωσα την προσοχή μου επίδεκαετίες. Πιστεύω ακράδαντα ότι το έργο και η πείρα μου απ’ όλους αυτούς τους τομείς δε θα είχαν την παραμικρή σημασία αν είχαν περιοριστεί σ’ αυτά καθαυτά τα θέματα όσο σημαντικά κι αν είναι από μόνα τους. Η δραστηριοποίηση μας «ενάντια στην πυρηνική ενέργεια», ενάντια στη χρήση προσθετικών ουσιών στα τρόφιμα, ενάντια στα φυτοφάρμακα και την επιχειρηματικοποίηση της γεωργίας, ή σε τελευταία ανάλυση, ενάντια στις πυρηνικές βόμβες, απλά δεν είναι επαρκής εφόσον ό ορίζοντας μας περιορίζεται σε κάθε ένα άπ’ τα θέματα αυτά ξεχωριστά. Εξίσου σημαντική είναι και ή ανάγκη να αποκαλύψουμε τις τοξικές κοινωνικές αιτίες» και άξιες και τις απάνθρωπες σχέσεις πού δημιούργησαν έναν ολοκληρωτικά δηλητηριασμένο πλανήτη.
Η οικολογία, κατά τη γνώμη μου, σήμαινε πάντα κοινωνική οικολογία: την πεποίθηση, δηλαδή, ότι αυτή καθαυτή η έννοια τής κυριαρχίας πάνω στη φύση πηγάζει από την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, πιο συγκεκριμένα: των γυναικών από τους άντρες, των νέων άπ’ τους μεγάλους, της μιας φυλετικής ομάδας από μια άλλη, της κοινωνίας άπ το κράτος, του ατόμου από τη γραφειοκρατία, καθώς και της μιας οικονομικής τάξης από μιαν άλλη ή ενός αποικιοκρατούμενου λαού από μιαν αποικιοκρατική δύναμη. Κατά τη γνώμη μου, η κοινωνική οικολογία πρέπει ν’ αρχίσει τον αγώνα της για την ελευθερία όχι μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στην οικογένεια, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην ανθρώπινη ψυχή, όχι μόνο στις υλικές αλλά και στις πνευματικές συνθήκες τής ζωής.
Αν δεν αλλάξουν οι πιο μοριακές σχέσεις αυτής τής κοινωνίας — δηλαδή, οι σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, τους ενήλικους και τα παιδιά, τους λευκούς και τις άλλες φυλετικές ομάδες, τους ετεροφυλόφιλους και τους ομοφυλοφίλους (ο κατάλογος είναι όντως πολύ μεγάλος) — η κοινωνία θα αποσαρθρωθεί τελικά από την κυριαρχία, ακόμα κι αν έχει σοσιαλιστική, «αταξική» και «μη εκμεταλλευτική» μορφή, θα είναι διαποτισμένη σε βάθος από την Ιεραρχία, ακόμη κι αν εξυμνεί τις αμφισβητούμενες και ύποπτες αρετές τής «λαϊκής δημοκρατίας», του «σοσιαλισμού» και τής «δημόσιας ιδιοκτησίας» των «φυσικών πόρων». Και όσο θα υπάρχει ιεραρχία, όσο ή κυριαρχία θα οργανώνει την ανθρωπότητα με βάση το σύστημα των ελίτ, θα εξακολουθεί να υπάρχει και το πρόγραμμα κυριαρχίας πάνω στη φύση το όποιο αναπόφευκτα θα οδηγήσει τον πλανήτη μας στην ολοκληρωτική οικολογική καταστροφή.
Η εμφάνιση του κινήματος των γυναικών, πολύ περισσότερο από ότι ή αντικουλτούρα, η εκστρατεία για την «κατάλληλη» τεχνολογία και οι κινήσεις ενάντια στην πυρηνική ενέργεια (θα παραλείψω τις εξυγιαντικές περιπέτειες τύπου «Ήμερα της Γης»), στοχεύει άμεσα στην καρδιά της ιεραρχικής κυριαρχίας πού τροφοδοτεί την οικολογική κρίση του κόσμου μας. Μόνον αν στηριχθεί (ως αντικουλτούρα, εναλλακτική τεχνολογία ή κίνημα ενάντια στην πυρηνική ενέργεια) στις μη ιεραρχικές αισθαντικότητες και δομές που αναδεικνύονται άπ’ τις αληθινά ριζοσπαστικές τάσεις του φεμινισμού, μόνο τότε μπορεί το οικολογικό κίνημα να πραγματώσει τις πλούσιες δυνατότητες του για βασικές αλλαγές στην ουσιαστικά αντιοικολογική κοινωνία μας και τις άξιες της. Μόνον αν μπορέσει συνειδητά να καλλιεργήσει μιαν αντιεραρχική και μη εξουσιαστική αισθαντικότητα, δομή και στρατηγική για την κοινωνική αλλαγή, μόνο τότε το οικολογικό «κίνημα» θα μπορέσει να διασφαλίσει την ταυτότητά του ως κίνημα για μια νέα ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, και τον σκοπό τ ο υ: για μια αληθινά οικολογική κοινωνία.
Αυτή η ταυτότητα και αυτός ο σκοπός αντιμετωπίζουν σήμερα τον τεράστιο κίνδυνο τής διάβρωσης. «Η οικολογία είναι, σήμερα, «τής μόδας», κυριολεκτικά «τού συρμού» — και μ’ αυτή τη θλιβερή δημοτικότητά της εμφανίστηκε ένα νέο είδος περιβαλλοντιστικής μανίας. «Από μια νοοτροπία και ένα κίνημα που έδιναν τουλάχιστον την υπόσχεση της αμφισβήτησης της ιεραρχίας και της κυριαρχίας δημιουργήθηκε μια μορφή π ε ρ ι β α λ λ ο ν τ ι σ μ ο ύ που βασίζεται περισσότερο στην επιδιόρθωση των υφιστάμενων θεσμών, κοινωνικών σχέσεων, τεχνολογιών και αξιών παρά στην ολική αλλαγή τους. Χρησιμοποιώ τον όρο «περιβαλλοντισμός» σαν το εντελώς αντίθετο της οικολογίας και πιο συγκεκριμένα τής κοινωνικής οικολογίας.
Ενώ η κοινωνική οικολογία επιδιώκει, κατά τη γνώμη μου, να εξαλείψει την έννοια τής κυριαρχίας τής φύσης άπ’ τον άνθρωπο εξαλείφοντας την κυριαρχία του ανθρώπου άπ’ τον άνθρωπο, ο περιβαλλοντισμός αντανακλά μια «λειτουργιστική» ή τεχνολογική αισθαντικότητα σύμφωνα με την όποια η φύση νοείται απλά ως παθητικό «φυσικό περιβάλλον», ως συσσώρευση εξωτερικών αντικειμένων και δυνάμεων πού πρέπει να γίνουν πιο «εύχρηστες» για τον άνθρωπο ανεξάρτητα άπ’ το ποιες μπορεί να είναι αυτές οι «χρήσεις». Ό περιβαλλοντισμός είναι απλά μια περιβαλλοντική μηχανική. Δε θέτει σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες αντιλήψεις της παρούσας κοινωνίας, κυρίως την αντίληψη ότι ό άνθρωπος πρέπει να κυριαρχεί πάνω στη φύση. «Αντίθετα, επιδιώκει να διευκολύνει αυτήν την κυριαρχία αναπτύσσοντας μεθόδους για τη μείωση των κινδύνων πού οφείλονται σ’ αυτήν την κυριαρχία.
Αυτές καθαυτές οι έννοιες της ιεραρχίας και της κυριαρχίας συσκοτίζονται χάρη σε μια τεχνική έμφαση στις «εναλλακτικές» πηγές ενέργειας, στα διάφορα δομικά σχέδια για αποτελεσματικότερη «διάσωση» ενέργειας» χάρη στους «απλούς» τρόπους ζωής στο όνομα των «ορίων ανάπτυξης» που σήμερα αντιπροσωπεύουν μια τεράστια αναπτυξιακή βιομηχανία — και, φυσικά, χάρη στην εμφάνιση και προβολή των «οικολογικά» προσανατολισμένων υποψηφίων για τα δημόσια αξιώματα και των «οικολογικά»προσανατολισμένων κομμάτων πού αποσκοπούν να προσαρμόσουν όχι μόνο τη φύση αλλά και την κοινή γνώμη σε μια πειθαρχημένη σχέση με την υπάρχουσα κοινωνία.
Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ «ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ»
Ο «οικολογικός» ηλιακός δορυφόρος των 24 τετρ. μιλίων του NathanGlazer, τα «οικολογικά» διαστημόπλοια του Ο’ Neillκαι οι γιγαντιαίοι «οικολογικοί» ανεμόμυλοι της DOE— για να αναφέρουμε μόνο τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα αυτής τής περιβαλλοντιστικής νοοτροπίας — είναι τόσο «οικολογικά» όσο και τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Σε τελευταία ανάλυση, οι «οικολογικές» αξιώσεις τους είναι πολύ πιο επικίνδυνες γιατί είναι πολύ πιο παραπλανητικές και αποπροσανατολιστικές για το κοινό.
Ό θόρυβος που γίνεται για την «»Ημέρα τής Γης» ή για κάποιες μελλοντικές «Ήμερες του «Ήλιου» και «»Ημέρες του Ανέμου», όπως και η ευλαβοφανής ρητορική των φλύαρων εργολάβων τής ηλιακής ενέργειας και των πεινασμένων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας «οικολόγων» εφευρετών, αποκρύπτουν το σημαντικότατο γεγονός ότι η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια, η οργανική αγροκαλλιέργεια, η ολιστική υγεία και η «εκούσια απλότητα» θα αλλάξουν ελάχιστα πράγματα στη γελοία ανισορροπία μας με τη φύση, εφόσον δε θα έχει θιχτεί και το πρόβλημα της πατριαρχικής οικογένειας, των πολυεθνικών εταιρειών, της γραφειοκρατικής και συγκεντρωτικής πολιτικής δομής, του συστήματος ιδιοκτησίας και τής υφιστάμενης τεχνοκρατικής ορθολογικότητας. Η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια και η γεωθερμική ενέργεια παραμένουν απλά μορφές ενέργειας εφόσον τα μηχανήματα για τη χρησιμοποίηση τους είναι αδικαιολόγητα πολύπλοκα, γραφειοκρατικά ελεγχόμενα, ιδιοκτησία των εταιρειών ή θεσμικά συγκεντροποιημένα.
«Ομολογουμένως, αυτές οι μορφές ενέργειας είναι λιγότερο επικίνδυνες για τη σωματική υγεία των ανθρώπινων όντων άπ’ ό,τι η ενέργεια πού προέρχεται, άπ’ τα πυρηνικά και φυσικά καύσιμα» ωστόσο, είναι σαφώς επικίνδυνες για την πνευματική, ηθική και κοινωνική υγεία της ανθρωπότητας εφόσον αντιμετωπίζονται απλά σαν τεχνικές πού δεν προϋποθέτουν νέες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση καθώς και σ’ αυτή καθαυτή την κοινωνία, ο σχεδιαστής, ο γραφειοκράτης διευθυντής της εταιρείας και ο καριερίστας της πολιτικής δεν εισάγουν τίποτα το καινούριο ή το οικολογικό στην κοινωνία ή στην αισθαντικότητα μας απέναντι στη φύση και τους ανθρώπους επειδή τάσσονται υπέρ της «ήπιας ενέργειας»» όπως όλοι οι τεχνοκράτες {…} απλά συγκαλύπτουν ή αποκρύπτουν τους κινδύνους για τη βιόσφαιρα και την ανθρώπινη ζωή με το να επιβάλλουν στις οικολογικές τεχνολογίες τον ζουρλομανδύα των ιεραρχικών άξιων αντί να αμφισβητούν τις άξιες και τους θεσμούς πού αντιπροσωπεύουν.
ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Παρόμοια, ακόμα και η αποκέντρωση γίνεται όρος χωρίς περιεχόμενο όταν σημαίνει μάλλον τα, μαθηματικά υπολογιζόμενα, πλεονεκτήματα της προσφοράς και της ανακύκλωσης παρά την ανθρώπινη κλίμακα.»Αν με την αποκέντρωση της κοινωνίας (ή όπως αρέσκονται να δηλώνουν οι «οικολογικά» προσανατολισμένοι πολιτικοί: επιτυγχάνοντας μιαν «ισορροπία» μεταξύ «αποκέντρωσης» και «συγκεντρωτισμού») σκοπεύουμε να εξασφαλίσουμε«φρέσκα τρόφιμα την εύκολη «ανακύκλωση των απορριμμάτων», τη μείωση του «κόστους μεταφοράς» ή να επιβάλλουμε «περισσότερο» λαϊκό Έλεγχο πάνω στην κοινωνική ζωή (προσέξτε: όχι π λ ή ρ η λαϊκό έλεγχο), τότε ακόμα και η αποκέντρωση χάνει την οικολογική και ελευθεριακή σημασία της ως δίκτυο ελεύθερων και με φυσική αρμονία κοινοτήτων που βασίζονται στην άμεση, πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία και τους πλήρως πραγματωμένους εαυτούς, οι όποιοι μπορούν πράγματι να αναπτύξουν την αυτοδιεύθυνση και την αυτοδραστηριότητα που είναι τόσο ζωτικές για την πραγμάτωση μιας οικολογικής κοινωνίας.
Όπως και η εναλλακτική τεχνολογία, η αποκέντρωση, υποβιβάζεται σε απλό τεχνικό στρατήγημα για τη συγκάλυψη της ιεραρχίας και της κυριαρχίας. Το «οικολογικό» δράμα του «ελέγχου των ενεργειακών πηγών άπ’ την τοπική αυτοδιοίκηση», η «εθνικοποίηση της βιομηχανίας» κι ένα σωρό άλλες αοριστολογίες όπως η περιβόητη «οικονομική δημοκρατία», ενδέχεται φαινομενικά να περιορίζουν τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις μεγάλες εταιρείες» ωστόσο, αποφεύγουν να θίξουν το γενικό έλεγχο που ασκούν σε ολόκληρη την κοινωνία. Πράγματι, ακόμα και μια εθνικοποιημένη εταιρική, δομή παραμένει «γραφειοκρατική και ιεραρχική.
Σαν άνθρωπος πού ασχολήθηκα σε βάθος με τα οικολογικά ζητήματα ολόκληρες δεκαετίες, προσπαθώ να προειδοποιήσω τους καλοπροαίρετους, οικολογικά προσανατολισμένους ανθρώπους για ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα του κινήματος μας. Θα εκφράσω τις ανησυχίες μου με όσο γίνεται πιο άμεσο τρόπο: εκείνο πού μ’ ενοχλεί είναι ή ευρύτατα διαδεδομένη τεχνοκρατική νοοτροπία και ο πολιτικός οπορτουνισμός που απειλούν να αντικαταστήσουν την κοινωνική οικολογία με μια νέα μορφή κοινωνικής μηχανικής. Για αρκετό καιρό όλα έδειχναν ότι το οικολογικό κίνημα θα μπορούσε να πραγματώσει τις ελευθεριακές προοπτικές του ως κίνημα για μιαν αντιεραρχική κοινωνία. Ενισχυμένο απ’ τις πιο προωθημένες τάσεις των φεμινιστικών, ομοφυλοφιλικών, κοινοβιακών και κοινωνικά ριζοσπαστικών κινημάτων, όλα έδειχναν ότι το οικολογικό κίνημα θα μπορούσε να αρχίσει να συγκεντρώνει τις προσπάθειες του στην πραγματοποίηση τής αλλαγής ως προς τη βασική δομή της αντιοικολογικής κοινωνίας μας και όχι απλά να εξασφαλίσει πιο ευπρόσδεκτες μεθόδους για τη διαιώνιση της ή θεσμικά «καλλυντικά» για τη συγκάλυψη των ανίατων ασθενειών της.
Ή εμφάνιση των διαφόρων κινήσεων ενάντια στην πυρηνική ενέργεια, πού βασίστηκαν σ’ ένα αποκεντρωμένο δίκτυο ομάδων συγγένειας, στην άμεση δημοκρατία ως προς τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και στην άμεση δράση, φάνηκε να ενισχύει αυτήν την ελπίδα. Το πρόβλημα πού αντιμετώπιζε το κίνημα φάνηκε ότι είναι βασικά πρόβλημα διαπαιδαγώγησης (ατομικής και συλλογικής αφύπνισης) αφορούσε, δηλαδή, την ανάγκη να γίνουν πλήρως κατανοητά: η σημασία της δομής «ομάδα συγγένειας» ως οικογενειακού τύπου μορφή με χρονική διάρκεια, όλα όσα προϋποθέτει και συνεπάγεται ή άμεση δημοκρατία, ή έννοια της άμεσης δράσης όχι πια ως «στρατηγική» αλλά ως βαθιά ριζωμένη αισθαντικότητα, ως νοοτροπία που εκφράζει το γεγονός ότι καθένας(καθεμιά) έχει το δικαίωμα να αναλάβει τον άμεσο έλεγχο τής κοινωνίας και τής καθημερινής ζωής του (της).
Ο ΝΕΟΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΣ
Ωστόσο, αποτελεί σαφή ειρωνεία το γεγονός ότι, με την έναρξη δεκαετίας του 1980,που προσφέρει πλούσιες υποσχέσεις για σαρωτικές αλλαγές ως προς τις άξιες και την ανθρώπινη συνείδηση, εμφανίστηκε κι ένας νέος οπορτουνισμός που απειλεί να μετατρέψει το οικολογικό κίνημα σε απλό «καλλυντικό» τής παρούσας κοινωνίας. Πολλοί αυτοτιτλοφορούμενοι «ιδρυτές» των διαφόρων κινήσεων ενάντια στην πυρηνική ενέργεια (πράγμα που ισχύει ιδιαίτερα για την Clamshell Alliance), έγιναν σήμερα «ριζοσπάστες διευθυντές», όπως τους αποκαλεί ο Andrew Kopkind έγιναν, δηλαδή, οι χειραγωγοί μιας πολιτικής «συναίνεσης», που λειτουργεί μέσα στα πλαίσια του συστήματος στο όνομα ακριβώς της υποτιθέμενης αντίθεσης προς αυτό.
Ό «ριζοσπάστης διευθυντής» δεν είναι εντελώς καινούριο φαινόμενο. Ο Τζέρι Μπράουν, όπως και η δυναστεία των Κένεντι, έχουν καλλιεργήσει αυτήν την τέχνη στον τομέα τής πολιτικής εδώ και πάρα πολλά χρόνια. ‘Εκείνο πού μάς εκπλήσσει με την τωρινή «γενιά» είναι ότι πάρα πολλοί «ριζοσπάστες διευθυντές» προέρχονται από σημαντικά ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα τής δεκαετίας του 1960 και, το πιο σπουδαίο, από το οικολογικό κίνημα τής δεκαετίας του ’70. Οι ριζοσπάστες και ιδεαλιστές της δεκαετίας του ’30 χρειάστηκαν ολόκληρες δεκαετίες για να καταλήξουν στον κυνισμό τής μέσης ηλικίας που ήταν απαραίτητος για τη συνθηκολόγηση τους κι επιπλέον είχαν την εντιμότητα να το παραδεχτούν δημόσια. Τα πρώην μέλη της S.D.S. και των ομάδων οικολογικής δράσης συνθηκολογούν όταν είναι ακόμα σχετικά νέοι και γράφουν «πικρόχολες» αυτοβιογραφίες στα 25, τα 30 ή τα 35 χρόνια τους, διανθισμένες μ’ ένα σωρό εκλογικεύσεις για την άνευ όρων παράδοση τους στο κατεστημένο. Ή περίπτωση του Τομ Χέιντεν δε χρειάζεται ιδιαίτερη κριτική, όπως αποδεικνύει η κυνική επιχειρηματολογία του ενάντια στην άμεση δράση που αναλήφθηκε στο Seab roukτο περασμένο φθινόπωρο. Ακόμα χειρότερη είναι η περίπτωση του «Κόμματος των Πολιτών» του Μπάρι Κομόνερ, κτλ.
ΟΙ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ριζοσπαστικό περιεχόμενο μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας που βασίζεται στις εναλλακτικές τεχνολογίες και τις στενά συνδεδεμένες κοινότητες, μ’ ένα σωρό ευφυέστατα κόλπα, τίθεται στην υπηρεσία μιας τεχνοκρατικής αισθαντικότητας, των «ριζοσπαστών διευθυντών» και των οπορτουνιστών καριεριστών. Ό σοβαρότατος κίνδυνος, στην προκειμένη περίπτωση, πηγάζει άπ’ την αποτυχία πολλών ιδεαλιστικά σκεπτόμενων ατόμων να αντιμετωπίσουν τα σημαντικά κοινωνικά ζητήματα με τον αποκλειστικά δικό τους τρόπο, να αναγνωρίσουν τον ολοφάνερα ασυμβίβαστο χαρακτήρα των σκοπών πού έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, των σκοπών που δεν μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς την άνευ όρων παράδοση του οικολογικού κινήματος στα χέρια των χειρότερων εχθρών του.Τις περισσότερες φορές, αυτοί οι εχθροί είναι, οι «ηγέτες» και οι «Ιδρυτές» του, πού προσπάθησαν να το κάνουν να προσαρμοστεί, στο σύστημα και τις ιδεολογίες που αποκλείουν κάθε κοινωνική ή οικολογική διευθέτηση με τη μορφή μιας οικολογικής κοινωνίας.
Το δόλωμα της «επιρροής», της «παραδοσιακής πολιτικής της «αποτελεσματικότητας» , αποδεικνύει με εντυπωσιακό τρόπο την έλλειψη συνοχής και συνείδησης που μαστίζει σήμερα το οικολογικό κίνημα. Οι ομάδες συγγένειας, η άμεση δημοκρατία και η άμεση δράση δε θεωρούνται πράγματα ευπρόσδεκτα — ή σε τελευταία ανάλυση κατανοητά — από τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν μοναχικά, εγκλωβισμένοι στις ντισκοτέκ και τα εργένικα μπαρ. Είναι αρκετά τραγικό το ότι αυτοί οι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν παραδώσει την κοινωνική τους δύναμη, ουσιαστικά την ίδια τους την προσωπικότητα, στους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες που ζουν μέσα σ΄ένα πλέγμα υπακοής και ισχύος όπου συνήθως παίζουν δευτερεύοντες ρόλους. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι ή άμεση αίτια τής οικολογικής κρίσης τής εποχής μας — αίτια πού οι ιστορικές της ρίζες βρίσκονται στην κοινωνία τής αγοράς η οποία μας περιβάλλει. Το να ζητήσουμε από τους ανίσχυρους ανθρώπους να ξαναπάρουν στα χέρια τους την ίδια τη ζωή τους είναι πολύ πιο σημαντικό άπ» το να προσθέσουμε έναν περίπλοκο, συχνά ακατανόητο και δαπανηρό η λ ι α κ ό συσσωρευτή στα σπίτια τους.
Μέχρι να ξαναποκτήσουν μια νέα αίσθηση δύναμης πάνω στη ζωή τους, μέχρι να δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα αυτοδιεύθυνσης για να αντιτεθούν στο σημερινό σύστημα Ιεραρχικής διεύθυνσης, μέχρι να αναπτύξουν νέες οικολογικές άξιες για να ·αντικαταστήσουν τις τρέχουσες εξουσιαστικές άξιες — διαδικασία την όποια οι ηλιακοί συσσωρευτές, οι εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας και οι οργανικές καλλιέργειες μπορούν να δ ι ε υ κ ο λ ύ ν ο υ ν αλλά ποτέ να αντικαταστήσουν — ό,τι κι αν αλλάξει στην κοινωνία δε θα μπορέσει να θεμελιώσει μια νέα ισορροπία με τον φυσικό κόσμο.
Είναι ολοφάνερο ότι όλοι αυτοί οι ανίσχυροι άνθρωποι δε θα αποδεχτούν τις ομάδες συγγένειας, την άμεση δημοκρατία και την άμεση δράση έτσι απλά, χάρη στην ομαλή εξέλιξη των γεγονότων.Το γεγονός ότι έχουν βασικές παρορμήσεις οι όποιες τους κάνουν πολύ δεκτικούς απέναντι σ’ αυτού του είδους τις μορφές και τις δραστηριότητες —γεγονός που εκπλήσσει πάντα τους «ριζοσπάστες διευθυντές» σε περιόδους κρίσης και σύγκρουσης — αποτελεί μια δυναμική που πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητή και να αποκτήσει διανοητική συνοχή με τη συστηματική διαπαιδαγώγηση και τα επανειλημμένα παραδείγματα. Κι αυτήν ακριβώς τη διαπαιδαγώγηση και τα παραδείγματα άρχισαν να προσφέρουν ορισμένες φεμινιστικές και αντιπυρηνικές ομάδες.
Αυτό που είναι απίστευτα οπισθοδρομικό με την τεχνική πίεση και την εκλογική πολιτική των τεχνοκρατών του περιβάλλοντος και των «ριζοσπαστών διευθυντών» σήμερα είναι ότι αναδημιουργούν στο όνομα τής «ήπιας ενέργειας», μιας παραπειστικής «αποκέντρωσης» και των εγγενώς ιεραρχικών κομματικών δομών, τις χειρότερες μορφές και συνήθειες, πού υποθάλπουν στο αμερικανικό κοινό την παθητικότητα, την υπακοή και το αίσθημα του τρωτού απέναντι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η θεαματική πολιτική, πού προωθούν οι διάφοροι Μπράουν, Χέιντεν, Κομόνερ, οι «ιδρυτές» των οικολογικών κινήσεων όπως οι Wasserman– Lovejoyμαζί με τις πρόσφατες τεράστιες διαδηλώσεις της Ουάσιγκτον και της Νέας Υόρκης, διαμορφώνει μάζες και όχι πολίτες, αντικείμενα χειραγώγησης στη διάθεση των μέσων μαζικής ενημέρωσης ανεξάρτητα από ποιους χρησιμοποιούνται: την Exxon, την G.E.D. (Campainfor Economic Democracy: Εκστρατεία για την Οικονομική Δημοκρατία**), το Κόμμα των Πολιτών, κτλ.
Η οικολογία χρησιμοποιείται ενάντια στην ανάπτυξη της οικολογικής αισθαντικότητας, τις οικολογικές μορφές οργάνωσης και τις οικολογικές πρακτικές για να «κερδηθούν» οι μάζες των ψηφοφόρων και όχι για την οικολογική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων. Ό φόβος της «απομόνωσης», της «ματαιότητας», της «αναποτελεσματικότητας» δημιουργεί ένα νέο είδος απομόνωσης, ματαιότητας και αναποτελεσματικότητας» πιο συγκεκριμένα: την πλήρη παραίτηση, την εγκατάλειψη των βασικότερων ιδανικών και σκοπών του ατόμου. Κερδίζεται η «εξουσία» με τίμημα την απώλεια της μοναδικής δύναμης που πραγματικά έχουμε και που μπορεί ν’ αλλάξει αυτήν την παράλογη κοινωνία την ηθική μας ακεραιότητα, τα ιδανικά μας και τις αρχές μας. Μπορεί να πρόκειται, βέβαια, για την ιδανική ευκαιρία των καριεριστών πού χρησιμοποίησαν την οικολογία για την προσωπική προβολή τους και την παραπέρα αναρρίχηση τους στην ιεραρχία» θα γίνει, όμως, ό τάφος ενός κινήματος που εμπεριέχει, σε λανθάνουσα μορφή, τα ιδανικά ενός καινούριου κόσμου -που οι μάζες γίνονται άτομα και οι φυσικοί πόροι γίνονται φύση, άτομα και φύση που πρέπει να τα σεβαστούμε για την μοναδικότητα και την πνευματικότητα τους.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Σήμερα, βλέπουμε να εμφανίζεται ένα οικολογικά προσανατολισμένο φεμινιστικό κίνημα και, επιπλέον, εξακολουθεί να υπάρχει το περίγραμμα των ελευθεριακών κινήσεων ενάντια στην πυρηνική ενέργεια. Η συγχώνευση αυτών των δύο με τα νέα κινήματα, που ενδέχεται να ξεπηδήσουν άπ’ τις διάφορες κρίσεις της εποχής μας, μπορεί να σημάνει την έναρξη μιας από τις πιο ενθουσιαστικές και απελευθερωτικές δεκαετίες τού αιώνα μας. Το οικολογικό πρόβλημα δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διαχωριστεί άπ’ όλα τα άλλα προβλήματα τής εποχής μας τον σεξισμό, την εξουσία της ηλικίας, τη φυλετική καταπίεση, την «ενεργειακή κρίση», τη δύναμη των μεγάλων εταιρειών, τη συμβατική ιατρική, τη γραφειοκρατική χειραγώγηση, τη στρατιωτικοποίηση τής ζωής, τον μιλιταρισμό, την ερήμωση των πόλεων, τον πολιτικό συγκεντρωτισμό. «Όλα αυτά τα προβλήματα είναι στενά συνδεδεμένα με τις έννοιες ιεραρχία και κυριαρχία, έννοιες κλειδιά για μία ριζοσπαστική κοινωνική οικολογία.
Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο για όλους όσους συμμετέχουν στο οικολογικό κίνημα να πάρουν μια κρίσιμη απόφαση: θα διαφυλάξουμε, κατά τη δεκαετία του 80, την δραματική μας αντίληψη για ένα οίκο-λογικό μέλλον που θα βασίζεται στην ελευθεριακή θέση της αποκέντρωσης και της εναλλακτικής τεχνολογίας, και για μια ελευθεριακή πρακτική πού θα πρέπει να βασίζεται στις ομάδες συγγένειας, την άμεση δημοκρατία και την άμεση δράση; Ή αντίθετα, αυτό που θα σφραγίσει τη δεκαετία θα είναι η θλιβερή επιστροφή στον ιδεολογικό σκοταδισμό και την «παραδοσιακή πολιτική» που επιτυγχάνει την κατάκτηση της «εξουσίας» και την «αποτελεσματικότητα» εφαρμόζοντας εκείνες ακριβώς τις μεθόδους που θα πρέπει να πολεμήσει; Θα επιδιώξει το οικολογικό κίνημα να κερδίσει τις πλασματικές μάζες των ψηφοφόρων χρησιμοποιώντας εκείνες ακριβώς τις μορφές μαζικής χειραγώγησης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη μαζική κουλτούρα πού τάχθηκε να αντιστρατευθεί; Οι δυο αυτές κατευθύνσεις δε γίνεται να συνδυαστούν, είναι εντελώς ασυμβίβαστες μεταξύ τους.
Η από μέρους μας χρήση των «μέσων», των κινητοποιήσεων και των πράξεων πρέπει να απευθύνεται στην ψυχή και το πνεύμα των ανθρώπων, όχι στα εξαρτημένα αντανακλαστικά τους και στην τακτική των σοκ, που δεν αφήνουν να εκφραστεί η λογική και ή ανθρωπιά τους. Πάντως, η εκλογή πρέπει να γίνει τώρα, πριν θεσμοποιηθεί το οικολογικό κίνημα σ’ απλό εξάρτημα αυτού ακριβώς του συστήματος που τις δομές και τις μεθόδους του διακηρύσσει ότι αντιστρατεύεται. Η εκλογή αυτή πρέπει να γίνει συνειδητά και αποφασιστικά αλλιώς, θα έχουμε χάσει για πάντα όχι μόνο αυτήν τη δεκαετία αλλά και ολόκληρο τον αιώνα μας.
*) Πρώτη έντυπη δημοσίευση : Αναρχικό περιοδικό «Μαύρος Ήλιος» Αθήνα, 1/10/1981
Πρώτη ψηφιακή δημοσίευση (από τον ίδιο επιμελητή στης 15/06/2008)
Μικρο βιογραφικό του Μάρεϊ Μπούκτσιν-Murray Bookchin
πηγή: http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/1980157#
και https://autonomidrasi.com/2014/07/15/...%BA/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου