Αφιέρωμα στο 1821: Οι Ζωγραφιές του Παναγιώτη και του Δημήτρη Ζωγράφου

Αφιέρωμα στο 1821

μια παρουσίαση λίγων έργων του Δημήτρη Ζωγράφου σε καλή όμως ανάλυση για να μπορούν να φανούν οι λεπτομέρειες της λαϊκής του τέχνης


 Δημήτριος Ζωγράφος, Μάχη της Λαγγάδας και Κομπότι

 

 

 Δημήτριος Ζωγράφος, Πόλεμος των Βασιλικών

 


 Δημήτριος Ζωγράφος, Πολιορκία και μάχαι των Ναβαρίνων

 


 Δημήτριος Ζωγράφος, Διάφοραι πολιορκίαι του Μεσολογγίου

 


 Δημήτριος Ζωγράφος. Κάδρον της Δυτικής Ελλάδος και κέντρον η Βόνιτζα όπου έγιναν αρκετοί πόλεμοι εις αυτά τα μέρη και σημειώνονται οι αγωνισταί όπου ενθυμούμεθα

 


 Δημήτριος Ζωγράφος, Μάχαι διάφοραι της Ανατολικής Ελλάδος και κέντρον η Θήβα

Ο Παναγιώτης Ζωγράφος (1800 - ...) ήταν Έλληνας ζωγράφος και αγωνιστής του 1821, ο οποίος αποτελεί θρύλο για την ελληνική τέχνη χάρη στη συνεργασία του με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη.

Ο στρατηγός τον κάλεσε μαζί με τους δύο γιους του για να εικονογραφήσουν τις μεγάλες στιγμές της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο Μακρυγιάννης έμαθε γράμματα στα γεράματά του για να γράψει τα απομνημονεύματά του. Πίστευε όμως, ότι εκτός από τον γραπτό λόγο, χρειάζονταν και εικόνες, αφού το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ήταν αγράμματοι.

Αρχικά ανάθεσε σε έναν Ευρωπαίο να του ζωγραφίσει, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν χρειάζονταν καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, αλλά εικόνες περιγραφικές με όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα ήταν ικανά να εξιστορήσουν με ακρίβεια το θέμα που απεικόνιζαν. Έτσι στράφηκε στον Παναγιώτη Ζωγράφο, παλαίμαχο αγωνιστή από τη Βορδόνια Λακωνίας. Ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης και ως αγωνιστής είχε δει με τα ίδια του τα μάτια όλα αυτά που ο Μακρυγιάννης του ανέθετε να περιγράψει.

Ο Παναγιώτης φιλοτέχνησε εικοσιπέντε πίνακες. Αντίγραφα των πινάκων φτιάχτηκαν από τους γιους και από τον ίδιο τον Παναγιώτη και μοιράστηκαν όπως ήθελε ο Μακρυγιάννης στον βασιλιά Όθωνα, στον Τσάρο της Ρωσίας, τον βασιλιά της Γαλλίας και τη βασίλισσα της Αγγλίας. Στα εν λόγω έργα, συνεπώς, συνδυάζεται η "χειρ του Ζωγράφου με τη διήγηση του Μακρυγιάννη". Το έργο του θεωρείται "αντίλογος στην ακαδημαϊκή παράδοση της Σχολής του Μονάχου" (Μ. Στεφανίδης) και προδρομικό του Θεόφιλου, ενώ ο Γιάννης Τσαρούχης έκανε λόγο για "αθώα, σοφή ζωγραφική".

πηγή φωτογραφιών: https://www.lifo.gr/culture/eikastika/24-pinakes-me-mahes-opos-toys-pariggeile-o-makrygiannis-se-laikoys-zografoys-tis

πηγή βιογραφικού σημειώματος: https://el.wikipedia.org/wiki...82

Αναφορές του Μακρυγιάννη για τις Ζωγραφιές στα Απομνημονεύματά του (βλ. και Αφιέρωμα στο 1821: ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα
Βιβλίο Γ' Κεφ. 3.:
σημ.1. Ὅταν πῆρα τὸν μακαρίτη Ρουντχάρτη κι᾿ ἄλλους καὶ φάγαμε ψωμί, τοὺς παρουσίασα καὶ εἰκοσιπέντε εἰκονογραφίες ἱστορικές, ὁποῦ ῾καμα τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων. Θέλω ξηηθῶ αὐτὸ ἀλλοῦ, ὅτ᾿ εἶμαι ἀστενὴς τώρα καὶ δὲν μπορῶ νὰ γράψω. 
 
Βιβλίο Γ' Κεφ.4.:
"Καὶ διὰ τῆς εἰκονογραφίες ὁποῦ ἄρχισα ἀπὸ τὰ 1836 καὶ εἰς τὰ 1839 τῆς τελείωσα –διατὶ τῆς ἔφκειασα; Ν᾿ ἀποδείξω αὐτεινῶν τῆς ψευτιὲς καὶ χαμέρπειές τους κατὰ δύναμιν· καὶ τοῦ Κάρπου νὰ τ᾿ ἀποδείξω ψέμα ἐκεῖνο ὁποῦ λέγει εἰς τὸ ῾στορικόν του, ὅτι πῆρα τὸ πῦρ καὶ τὸ σίδερον καὶ πῆγα ἀναντίον τῶν Πελοποννησίων."
 
"Εἶχα φκειάση καὶ τὶς εἰκονογραφίες· θέλησα νὰ δοθοῦν εἰς τὸν τύπον κ᾿ ἔγειναν πλῆθος συντρομηταὶ ἀπόξω τὸ Κράτος κι᾿ ἀπὸ μέσα κι᾿ ἀπὸ τὰ Ἐφτάνησα.2 Εἶχα δυὸ ζωγράφους ὁποῦ δούλευαν ἀπὸ τὰ 1836 ὡς τὰ 1839· τοὺς εἶχα μυστικῶς καὶ τοὺς πλέρωνα καὶ τοὺς φαγοπότιζα κ᾿ ἔφκειασαν 125 εἰκονογραφίες. Καὶ ἔκαμα ἕνα τραπέζι μεγάλο· καὶ πῆρα εἰς τὸ τραπέζι τοὺς πρέσβες τῶν εὐεργέτων μας Δυνάμεων καὶ τοὺς φιλέλληνας τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ τοὺς αὐλικοὺς καὶ ὑπουργοὺς καὶ δικούς μας σημαντικούς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς, ὡς διακόσιους πενήντα ἀνθρώπους· ἦταν σὲ ὅλο τὸ σπίτι ὁποῦ τρώγαν. Ἀφοῦ ἀρχίσαμεν τὰ γιομάτα, ἔπια ὑπὲρ τῶν εὐεργέτων μας Δυνάμεων, τοῦ Βασιλέα μας καὶ Βασίλισσάς μας καὶ τῆς πατρίδος. Τελειώνοντας τὸ τραπέζι, τότε ἔβγαλα τῆς εἰκονογραφίες καὶ τὶς θεώρησαν. Ἔστειλα εἴκοσι πέντε εἰκονογραφίες τοῦ Βασιλέως κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλες τόσες τοῦ Ἄγγλου τοῦ Πρέσβυ, τοῦ Γάλλου καὶ τοῦ Ρούσσου, ἀφοῦ πρῶτα τὶς θεώρησαν εἰς τὸ σπίτι μου οἱ ἀγωνισταὶ κι᾿ ὅσοι ἄλλοι ἦταν εἰς τὸ τραπέζι καὶ παρατήρησαν τὶς θέσες ὅθεν ἔγινε ὁ κάθε πόλεμος καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς Ἕλληνες καὶ Τούρκους.

Ἀφοῦ χτύπησα εἰς τὸν τύπον τῆς ἱστορίες τῶν ἀσυνείδητων, τότε πειράχτηκαν πολλοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί. Τότε βρίσκω κ᾿ ἕναν, Ἡσαΐαν τὸν ἔλεγαν, ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Καποδίστρια· τὸν εἶχε δάσκαλον ὁ Κυβερνήτης εἰς τ᾿ Ἀναπλιοῦ τὸ σκολείον. Αὐτὸν τὸν ἀγαθὸν Ἡσαΐα ἐγὼ δὲν τὸν γνώριζα· μοῦ τὸν σύστησαν φίλοι. Ἔρχεται ὁ Σαΐγιας εἰς τὸ σπίτι μου καὶ συνφωνοῦμεν νὰ τοῦ δώσω τῆς εἰκονογραφίες νὰ πάῃ εἰς Παρίσια νὰ τῆς τυπώσῃ. Ἀφοῦ συνφωνήσαμεν, πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοῦ εἶπα αὐτὸ καὶ τὸν περικάλεσα καὶ μὸ ῾δωσε τῆς 25 εἰκονογραφίες ὁποῦ τοῦ εἶχα δώση (αὐτὲς κι᾿ ὅσες ἔδωσα τῶν Πρέσβεων τῆς εἶχα ζωγραφίση εἰς χαρτὶ μεγάλο στράτζο). Μοῦ τά ῾δωσε ὁ Βασιλέας, τά ῾δωσα τοῦ Σαΐα. Πῆγε εἰς τὴν Πάτρα καὶ μοῦ στέλνει ἕνα κάδρο καὶ ἦταν ἕνα πουλὶ ζωγραφισμένο κ᾿ ἔλεγε ῾στό ῾να ποδάρι «Σύνταμα» καὶ εἰς τ᾿ ἄλλο «Κοστιτουτζιόν». Τὸ στέλνει ἐδῶ εἰς Ἀθήνα ῾σ ἐμένα μὲ τρόπον νὰ τὸ πιάσῃ ἡ Κυβέρνηση κι᾿ ὁ ὑπουργὸς τοῦ Στρατιωτικοῦ Μπαυαρέζος Σμάλτζης κι᾿ ὁ Ἕλληνας τοῦ Ἐσωτερκοῦ ὑπουργὸς Γλαράκης. Τότε δυὸ ὑπουργοί, ἕνας Μπαυαρέζος κ᾿ ἕνας Ἕλληνας μὲ ρούσσικον πατριωτισμόν, θέλουν νὰ παλουκώσουνε τὸν Μακρυγιάννη ὅτι ἔχει τὸ σύνταμα καὶ θὰ μολύνη τὴν Ἑλλάδα, ὁποῦ ὁ Καποδίστριας τράβησε τόσους κόπους καὶ θυσιάστη νὰ ξαλείψῃ τὸ σύνταμα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ διάλυσε καὶ τὸ Βουλευτικὸν σῶμα, ἔγινε κ᾿ ἐπίορκος ὅσο νὰ κατορθώση τῆς ὑπόσκεσες ὁποῦ ὑποσκέθη εἰς τοὺς ἀνθρωποφάγους τῆς Εὐρώπης διὰ νὰ μὴν εἶναι εἰς τὴν πατρίδα του τέτοια λοιμικὴ καὶ κολλήσῃ κι᾿ αὐτοὺς ὅλους. Ὁ Μπαυαρέζος ὁ ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου εἶχε κι᾿ ὄντως συνείθησιν καὶ τὸν ἔτυπτε· πληροφόρεσε ὕστερα τὸν Βασιλέα ὅτι τέτοια λοιμικὴ δὲν ὑπάρχει. Ὁ Γλαράκης φαρμακώθη τότε. Καὶ γλύτωσε ὁ δυστυχισμένος Μακρυγιάννης ἀπὸ τὸ παλούκι τοῦ γλάρου Γλαράκη. Δι᾿ αὐτὸ καὶ διὰ τὴν γιορτή, ὁποῦ τὰ παιδιὰ τοῦ σκολειοῦ κι᾿ ἄλλοι θέλησαν νὰ κάμουν καὶ προσκάλεσαν κ᾿ ἐμένα, ἔκαμα μεγάλο ἔγκλημα.

Τότε τὰ κάδρα ὁ Σαΐας τὰ πῆρε κι᾿ ἀντὶ νὰ πάγη εἰς Παρίσια κατὰ τὴν συνφωνίαν μας, ὁποῦ ἔγραφα εἰς Παρίσια εἰς τὸν Φαβιὲ κι᾿ ἄλλους ἀγωνιστὰς Φιλέλληνες καὶ θὰ τὰ τύπωναν, πῆγε εἰς Βενετιά· καὶ πῆρε ὕλη ἀπὸ τὰ δικά μου κάδρα κ᾿ ἔβγαλε μίαν προκήρυξιν – ἔγινε πλαστογράφος κατὰ τὴν θέλησιν καὶ ὁδηγίαν τῶν φίλωνέ του – καὶ εἰς τὴν προκήρυξή του ἔλεγε ὅτι ἡ πρώτη προκήρυξη τῶν εἴκοσι πέντε εἰκονογραφιῶν τοῦ Μακρυγιάννη – ἀντάμωσε καὶ μίλησε καὶ μ᾿ ἄλλους ἀγωνιστὰς καὶ θὰ τυπώση νέες εἰκονογραφίες μὲ τῆς ἰδέες ἐκεινῶν, καὶ προσκαλοῦσε νὰ γένουν συντρομηταὶ δι᾿ αὐτές. Ὁ Θεὸς ὁ δίκιος τὸ ῾κοψε τὴν ζωή· καὶ κατὰ τὴν ἀρετή του ἂς τοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς εἴτε καλὸ εἴτε κακό.3 Δὲν κατηγορῶ τοὺς τίμιους ὁμογενεῖς, κατηγορῶ τοὺς ἀπατεῶνες καὶ παραλυμένους κ᾿ ἐγωιστὲς ὁποῦ μ᾿ ἔκαμαν κ᾿ ἔχασα τριῶν χρονῶν ἔξοδα κι᾿ ἀγώνα καὶ πονοκέφαλον."

"Σημειώσεις

1. Τὸν ἔχω φκειασμένον αὐτὸν τὸν πίνακα εἰς κάδρο ξύλινον. Ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ ξέρουν ποιοὶ ἔκαμαν αὐτὸ τὸ λάθος κὰ τὸν χαμὸν τῆς πατρίδος. Τὸ ῾φκειασα κ᾿ ἐνγράφως καὶ βάρεσα εἰς τὸν τύπον τὴν ἱστορία τοῦ Σούτζου, τοῦ Σουρμελῆ, τοῦ Πρωτοσύγκελλου ὀνομαζόμενου Φραντζῆ, τοῦ Κάρπου, τοῦ Περραιβοῦ. Καὶ κανένας δὲν μοῦ ἀπάντησε διὰ νὰ τοὺς εἰπῶ πόσα ψέματα κουβεντιάζουν.

2. Τῆς 25 εἰκόνες 35 δραχμὲς ἡ συντρομή.

3. Ἔχω εἰς τὸ σπίτι μου τ᾿ ἀλλοῦ πρῶτα ξύλινα εἴκοσι πέντε. Ἔχουν ἔλλειψες· θὰ τὰ διορθώσω κι᾿ αὐτά. Ὅτι ἄδειασε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὴν κακία καὶ δὲν καταγίνηκα δι᾿ αὐτό. Ὅτι περπάτησα ὅθεν ἔγινε πόλεμος καὶ εἶδα ὅλες της θέσες· καὶ σ᾿ ὀλίγες δὲν πῆγα. Ἐκεῖνα ὁποῦ ῾δωσα τοῦ Σαΐα χάθηκαν εἰς τὴ Βενετιά.

4. Παρακαλῶ τοὺς ὁμογενεῖς νὰ γένουν συντρομηταί."

Βιβλίο Γ' Κεφ.5.:
ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Ξηγήθηκα πὼς ἔγινε ἡ ἀνταρσία τῆς Ἀκαρνανίας σὲ τοῦτο. Ἀφοῦ πῆγα κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν τετραρχίαν μου, παρατήρησα κι᾿ ὅλες της θέσες ὀπὸ ῾γιναν πολέμοι, καὶ σημάδεψα ὅλες αὐτὲς τῆς θέσες κι᾿ ὅσες ἄλλες ἤξερα· κ᾿ ἔρχοντας ἐδῶ εἰς Ἀθήνα πῆρα ἕνα ζωγράφο Φράγκο καὶ τὸν εἶχα νὰ μοῦ φκειάση σὲ εἰκονογραφίες αὐτοὺς τοὺς πολέμους. Δὲν γνώριζα τὴν γλώσσα του. Ἔφκειασε δυὸ τρεῖς, δὲν ἦταν καλές· τὸν πλέρωσα κ᾿ ἔφυγε. Ἀφοῦ ἔδιωξα αὐτὸν τὸν ζωγράφο, ἔστειλα κ᾿ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Σπάρτη ἕναν ἀγωνιστῆ, Παναγιώτη Ζωγράφον τὸν ἔλεγαν· ἔφερα αὐτὸν καὶ μιλήσαμεν καὶ συνφωνήσαμεν τὸ κάθε κάδρο τὴν τιμήν του· κ᾿ ἔστειλα κ᾿ ἤφερε καὶ δυό του παιδιά· καὶ τοὺς εἶχα εἰς τὸ σπίτι μου ὅταν ἐργάζονταν. Κι᾿ αὐτὸ ἄρχισε ἀπὸ τὰ 1836 καὶ τελείωσε τὰ 1839. Ἔπαιρνα τὸν ζωγράφο καὶ βγαίναμεν εἰς τοὺς λόφους καὶ τὸ ῾λεγα· «Ἔτζι εἶναι ἐκείνη ἡ θέση, ἔτζι ἐκείνη· αὐτὸς ὁ πόλεμος ἔτζι ἔγινε· ἀρχηγὸς ἦταν τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖνος, τῶν Τούρκων ἐκεῖνος». Εἰς τὸ πρῶτο κάδρο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτορας καὶ ἡ Ἑλλὰς ἁλυσωμένη· καὶ τὴν κυτάγει ὁ Παντοκράτορας καὶ τῆς λέγει· «Ἑλλάς, Ἑλλάς! Διὰ τὰ αἵματα καὶ θυσίες τῶν Ἑλλήνων καὶ Φιλελλήνων σὲ ἐσπλαχνίζομαι καὶ φωτίζω τὰ τρία δυνατὰ Ἔθνη νὰ σοῦ τιναχτοῦν οἱ ἅλυσοι ὁποῦ ῾χες τόσους αἰῶνες εἰς τὰ ποδάρια σου· καὶ σὲ καταστήνω βασίλειον, νὰ βασιλεύεσαι ἀπὸ τὸν Ὄθωνα κι᾿ Ἀμαλία». Καὶ τῆς τινάζει τοὺς ἅλυσους ἀπὸ τὰ ποδάρια· καὶ τὴν παίρνει ὁ Παντοκράτορας καὶ τῆς βάνει εἰς τὸ δεξιὸν κι᾿ ἀριστερὸν τὸν Βασιλέα καὶ Βασίλισσα Ὄθωνα κι᾿ Ἀμαλία· κι᾿ ὁ Παντοκράτορας ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ κάδρου. Κι᾿ ὁ ἄγγελός του τοὺς στεφανώνει. ῾Σ ἄλλο μέρος τοῦ κάδρου εἶναι οἱ τρεῖς βασιλεῖς τῶν Δυνάμεων· κι᾿ ὁ ἄγγελος στεφανώνει κι᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεις· κι᾿ ὅλος ὁ λαὸς καὶ τὸ γερατεῖον γονατιστὸν κάνουν μίαν δοξολογίαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ λένε· «Δοξασμένος νὰ εἶσαι, Κύριέ μου, διὰ τὴν νεκρανάστασιν ὀπὸ ῾καμες. Ζήτω τὰ τρία δυνατὰ ἔθνη καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτεινῶν! Ζήτω ἡ πατρίδα μας, ὁ Βασιλέας μας καὶ ἡ Βασίλισσά μας!» Εἰς τ᾿ ἄλλο κάδρο εἶναι ἡ Κωσταντινόπολη ζωγραφισμένη καὶ ἡ θέση της. Εἶναι ὁ πρῶτος Σουλτάνος, ὁποῦ τὴν κυρίεψε, ζωγραφισμένος κι᾿ ὁ θρόνος του, ὁποῦ κάθεται καὶ πίνει τὸ ναργιλέ του· καὶ οἱ σωματοφύλακές του καὶ οἱ ῾πασπισταί τοῦ γύρα· καὶ οἱ πρόκριτοι καὶ τὸ γερατεῖον, ὁποῦ τοῦ προσφέρνουν τὰ δῶρα καὶ τὰ κλειδιά, τοῦ Σουλτάνου. Αὐτὸς τοὺς λέγει διὰ μέσον ἑνοῦ ῾πασπιστοῦ· «Δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μοῦ προσφέρουν δῶρα καὶ κλειδιά· τοὺς κυρίεψα μὲ τὸ σπαθί μου (καὶ τοὺς δείχνει τὸ σπαθὶ καὶ τοὺς λέγει)· Μὲ τὸ σπαθί μου κυρίεψα αὐτούς· καὶ τὰ δῶρα τους καὶ κλειδιὰ δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μοῦ τὰ προσφέρουν αὐτεῖνοι». Καὶ προστάζει καὶ τοὺς βάνουν εἰς τὸν ζυγόν, εἰς τὴν τυραγνίαν. Τότε ἀφοῦ εἶδαν αὐτοὺς εἰς τὸν ζυγὸν ἕνα μέρος πῆρε τὰ βουνά. Λέγει ὁ ῾πασπιστής εἰς τὸν Σουλτάνο· «Καλά, ἔβαλες αὐτοὺς εἰς τὸν ζυγόν· οἱ ἄλλοι πῆραν τὰ βουνά». Τότε ἀφοῦ τοὺς εἶδε ὁ Σουλτάνος, διατάττει πεζούρα καὶ καβαλλαρία καὶ πολεμοῦν μὲ τὴν μαγιὰ τῆς λευτεριᾶς (ὁποῦ τὴν βάστηξαν ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ τόσους αἰῶνες εἰς τὰ βουνὰ κ᾿ ἐρημιὲς νὰ μὴν χαθῆ, καὶ σκότωναν οἱ τύραγνοι καὶ οἱ τουρκοκοτζαμπασῆδες ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ γένονταν δέκα. Καὶ εἶχαν συντρόφους ὅλοι αὐτεῖνοι τ᾿ ἄγρια θεριὰ καὶ φείδια, ὁποῦ συνκατοικούσανε μαζί, καὶ προστάτη μόνον τὸν Θεόν. Καὶ τροφὴ εἶχαν τὸ κρέας τῶν τύραγνων Ρωμαίγων, ὅσοι ἦσαν σύνφωνοι μὲ τοὺς Τούρκους, καὶ Τούρκων καὶ τὸ αἷμα τοὺς κρασί). Τότε εἰς ἕνα μέρος εἶναι ἡ Ἑλλὰς ἁλυσωμένη καὶ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ βουνὰ τρεῖς μὲ τὰ ὅπλα τους καὶ γκεζεροῦν τῆς πολιτεῖες καὶ λένε τῶν ἀνθρώπων· «Ἐμᾶς μας τρώγει ἡ γύμνια καὶ ἡ ταλαιπωρία τόσους αἰῶνες δι᾿ αὐτείνη τὴν πατρίδα – δὲν τὴν βλέπετε ὁποῦ εἶναι ἁλυσωμένη καὶ καταφρονεμένη· τὰ παράσημά της πεταμένα· καὶ σεῖς ἀκόμα σίγρι κάνετε; Ὡς πότε, τουρκοραγιάδες, ὡς πότε νὰ σᾶς βυζαίνουν οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοὺς κοτζαμπασῆδες καὶ τουρκοκαπεταναῖγοι;» Ἀφοῦ αὐτεῖνοι οἱ τρεῖς ῾θουσιάσαν τοὺς πολίτες, φαίνεται ὁ Ρήγας Βελεστίνος, τὸ ἀγαθὸ παιδὶ τῆς πατρίδας, καὶ βαστάγει ἕνα σακκουλάκι μὲ τὸν σπόρο τῆς λευτεριᾶς καὶ σπέρνει αὐτὸν τὸν σπόρον. Τὸ τρίτο κάδρο εἶναι ὁ πόλεμος τοῦ Διάκου εἰς τὸ γιοφύρι τῆς Ἀλαμάνας κι᾿ αὐτὸς παλουκωμένος κι᾿ ὁ Δεσπότης Σαλώνων καὶ οἱ ἄλλοι. Τὸ τέταρτο εἶναι τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, ἡ Ἄμπλανη καὶ τοῦ Σαλώνου τὰ μέρη. Τὸ πέφτο εἶναι τὰ Βασιλικά, ὁ χαλασμὸς τοῦ Μπαγιράνπασια. Τὸ ἕκτον εἶναι ἡ Λαγκάδα. Τὸ ἑφτὰ εἶναι ἡ Τροπολιτζὰ καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πολέμοι. Τὸ ὀχτὼ εἶναι ἡ Ἄρτα, τὸ Σούλι καὶ ἡ Σπλάντζα. Τὸ ἐννιὰ εἶναι τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας, ὁποῦ τὸ πῆραν οἱ Ἀθηναῖγοι μὲ ρισάλτο. Τὸ δέκα εἶναι τὰ Ντερβένια, Κόρθο, Ντερβενάκι, Ἄργος, Παλαμήδι καὶ Ἀνάπλι. Τὸ ἕντεκα Νύδρα, Σπέτζες, Ψαρά, Γαλαξείδι· γράφονται ναυάρχοι, μπουρλοτιέροι, νοικοκυραίγοι· τί καράβια τούρκικα ἔκαψαν ὁ καθείς. Τὸ δώδεκα οἱ Παλιοβαρίνοι, Σφαχτηρία, Νιόκαστρον. Τὸ δεκατρία ἡ Δυτικὴ Ἑλλάς, κέντρο Βόνιτζα, Ποῦντα, Πρέβεζα, πολέμοι ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἀπὸ Γιάννενα καὶ κάτου. Τὸ δεκατέσσερο ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλάς, κέντρο ἡ Φήβα· ὅλοι οἱ σημαντικοὶ αὐτεινοῦ τοῦ μέρους στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἀπὸ ῾κοσιτέσσερα χωριὰ γραμμένοι· ὕστερα ὁ Ὑψηλάντης μὲ τὶς χιλιαρχίες καὶ Τούρκους ὁποῦ πολέμησε. Τὸ δεκαπέντε οἱ Μύλοι τοῦ Ἀναπλιοῦ καθὼς ἔγινε ὁ πόλεμος. Τὸ δεκάξι Μισολόγγι, Κλείσοβα, Βασιλάδι, ὁποῦ κάηκαν οἱ ἄνθρωποι, καὶ τ᾿ ἄλλα μέρη. Τὸ δεκαφτὰ Ἀράχωβα, μοναστήρι, οἱ δυὸ πύργοι μὲ τὰ κεφάλια τῶν Τούρκων. Δεκοχτῶ Περαίας, Δράκος, Μουνιχία, Πασσαλιμάνι, Μετόχι, Μποστάνια κι᾿ ὅλα τὰ ταμπούρια. Δεκαεννιὰ Τρεῖς Πύργοι, τὰ ἕντεκα ταμπούρια, τὰ τρία τὰ μπροστινά, τὸ τυφλό, ὁποῦ χαλάστηκαν οἱ Σουλιῶτες κι᾿ ἄλλοι· ῾στὸ ρέμα ζωγραφισμένος ἐγώ, ὁποῦ τοὺς δείχνω νὰ γένῃ ἐκεῖ τὸ ταμπούρι, νὰ μὴν πιάσουνε τὸ ρέμα οἱ Τοῦρκοι (καὶ δὲν θέλησαν). Εἴκοσι τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας, ὅλες οἱ θέσες ἀπόξω, ὁποῦ μας πολιορκοῦσε ὁ Κιτάγιας, Χρυσοσπηλιώτισσα, ἡ θέση ὁποῦ σκοτώθη ὁ Γκούρας κι᾿ ὅλες οἱ θέσες μὲ τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ὁ Φαβιὲς καὶ ταχτικό. Εἰκοσιένα ἡ Κρήτη καὶ ἡ Σάμο, ὁποῦ χύθη τόσο αἷμα (καὶ ἡ ἀσπλαχνία τῶν δυνατῶν τους ἄφησε πίσου εἰς τὴν τυραγνίαν τοῦ Σουλτάνου). Εἰκοσιδύο ἡ Καλιακούδα, Καρπενήσι, ὁποῦ σκοτώθη ὁ Μάρκος. Εἰκοσιτρία εἶναι ἡ ναμαχία τῶν τριῶν στόλων, τὸ Νιόκαστρον, οἱ Ἀβαρίνοι, τὸ νησί, λιμάνι, τὰ τούρκικα καράβια καὶ τῶν Δυνάμεων. Εἰκοσιτέσσερα ἡ Ἑλλὰς κρατεῖ στέφανο εἰς τὸ χέρι της καὶ στεφανώνει ὅλους τοὺς Φιλέλληνας· καὶ εἶναι γραμμένα ὅλα τους τὰ ὀνόματα ζωντανῶν καὶ σκοτωμένων, ὅσοι ἦρθαν εἰς τὴν πατρίδα κι᾿ ἀγωνίστηκαν. Εἰκοσιπέντε ἡ Ἑλλὰς ξαπλωμένη καὶ ξεπλέγει τὰ μαλλιά της κι᾿ ὁ Ἀρμασπέρης τῆς βγάνει μὲ τὸ χέρι του ματωμένο τὴν καρδιά της. (Αὐτὸ τὸ κάδρο τό ῾μαθε αὐτὸς καὶ μὲ κατάτρεχε· καὶ διὰ νὰ μὴν ἀκολουθήσῃ τίποτας ἦρθαν φίλοι εἰς τὸ σπίτι μου – καὶ σύνφωνος κι᾿ ὁ Ζωγράφος, ὅτι θὰ τὸν παίδευαν καὶ χωρὶς νὰ ἤμουν ἐκεῖ τὸ ῾καψαν νὰ μὴν φανῇ εἰς τὸ φως· κ᾿ ὑποσκέθη νὰ μοῦ τὸ ματαφκειάσῃ καὶ δὲν τὸ ῾φκειασε). Εἰκοσιέξι κάδρο δικό μου. Σὲ ὅλα τὰ κάδρα αὐτά, ὁποῦ ῾δωσα τῶν πρέσβεων καὶ τοῦ Βασιλέως, ὁποῦ χάθηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν μπερμπάντη τὸν Ἡσαΐα, ἦταν ζωγραφισμένες οἱ θέσες καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν Τούρκων καὶ Ρωμαίγων γραμμένα ἀπὸ κάτου· καὶ ἡ κάθε θέση σημειωμένη μὲ νούμερο καὶ ὕστερα γραμμένο ἀπὸ κάτου εἰς τὸ κάδρο τ᾿ ὄνομά της μὲ τὸ νούμερον. Κ᾿ ἔλεγαν ὅλα· «Στοχασμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. Ἔγιναν 25 εἰκόνες μὲ ἴδια του ἔξοδα καὶ κόπους πρὸς εὐκαρίστησιν τῶν πατριωτῶν καὶ τῶν εὐεργέτων μας Φιλελλήνων. Μακρυγιάννης».

Για τις Ζωγραφιές βλ. και στην έκδοση της Εστίας, του 2011, ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οξύλιθος-Κουρούνι-Κήποι. Δύο χρόνια πριν με 8 α/γ ! Σήμερα: ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΑΙΟΛΙΚΟ ΠΑΡΚΟ !!!

Ο Σπίθας κάνει Αιολικό την Αμπουδιώτισα, την Βρωμονέρα, την Σκοτεινή, το Ξηροβούνι, τα Κοτύλαια

4ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Κύμης: Πρόγραμμα Παρασκευής 1 Σεπτέμβρη