περί των ΕΠΜ (Ειδικών Περ/κών Μελετών) κλπ, περιοχών Natura 2000 κα
Άρθρα 2ετίας για θέματα που έχουμε βρει μπροστά μας:
Δημήτρης Οικονόμου: Χρήσεις γης και προστατευόμενες περιοχές
Με πρόσφατο σχέδιο νόμου του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας επιχειρείται ο εξορθολογισμός του πλαισίου για τον καθορισμό χρήσεων γης στις προστατευόμενες περιοχές μέσω των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ). Η κατάσταση στο ζήτημα αυτό μέχρι σήμερα έχει ως εξής:
Βάσει του νόμου 3937/2011, μέσω των ΕΠΜ γίνεται «η οριοθέτηση και ο καθορισμός χρήσεων γης και δραστηριοτήτων μέσα [στις προστατευόμενες περιοχές]». Ελάχιστες ΕΠΜ έχουν ωστόσο εγκριθεί. Η μεγάλη πλειονότητα των περιοχών του δικτύου Natura 2000 δεν απέκτησε ποτέ χρήσεις γης, παραμένει δηλαδή χωρίς προσδιορισμό τού «τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται σε κάθε σημείο του χώρου», με αποτέλεσμα κάθε έργο μέσα στις περιοχές αυτές να κρίνεται κατά περίπτωση, χωρίς ευρύτερο συνεκτικό πλαίσιο σχεδιασμού και χωρίς ενιαία κριτήρια. Και στις λίγες εγκεκριμένες ΕΠΜ, όμως, ο καθορισμός χρήσεων γης είναι μεθοδολογικά προβληματικός.
Το πρόβλημα καθίσταται σαφές αν γίνει σύγκριση με τον τρόπο καθορισμού χρήσεων γης στον πολεοδομικό σχεδιασμό: υπάρχει επίσημος κατάλογος χρήσεων γης (κώδικας), από τον οποίο κάθε σχέδιο επιλέγει τις κατάλληλες για κάθε συγκεκριμένη περιοχή, εντός ή εκτός σχεδίου, χρήσεις. Ανάλογη κωδικοποίηση χρησιμοποιείται και στην περιβαλλοντική αδειοδότηση. Στις ΕΠΜ, αντίθετα, δεν υπάρχει ένας τέτοιος κώδικας-πλαίσιο. Οι καθοριζόμενες σε κάθε ΕΠΜ χρήσεις δεν χρησιμοποιούν κοινή ορολογία με σαφές περιεχόμενο, αλλά προσδιορίζονται με διαφορετικές κάθε φορά εκφράσεις, κατά την έμπνευση του εκάστοτε μελετητή. Για παράδειγμα, στις 24 θεσμοθετημένες περιοχές προστασίας, οι εγκαταστάσεις εστίασης περιγράφονται με έξι διαφορετικούς όρους, τα τουριστικά καταλύματα προσδιορίζονται με επτά διαφορετικούς όρους κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, ήδη οι ΕΠΜ προβλέπουν δραστηριότητες του ίδιου τύπου με αυτές των «πολεοδομικών» χρήσεων –κατοικίες, εξορυκτικές δραστηριότητες, βιομηχανία, ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα κ.λπ.– αλλά με τρόπο αόριστο και ανομοιογενή. Η πολυσημία οδηγεί σε εννοιολογικό χάος και δυσχεραίνει την απόδοση σε κάθε τέτοια «περιβαλλοντική» χρήση συγκεκριμένου περιεχoμένου, καθώς και την αντιστοίχισή της με τις πολεοδομικές χρήσεις και τις περιβαλλοντικές κατηγορίες. Προφανώς δημιουργείται έτσι μια γκρίζα ζώνη που δυσκολεύει την εφαρμογή από τις υπηρεσίες και τους πολίτες, καθιστά δύσκολη την αξιολόγηση εναλλακτικών θέσεων για επενδύσεις, αφήνει μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας των υπηρεσιών, και παρέχει έδαφος για συνεχείς προσφυγές στα δικαστήρια. Και φυσικά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι περιοχές Natura 2000 καλύπτουν περίπου το 28% του χερσαίου χώρου της Ελλάδας.
Στο σε εξέλιξη πρόγραμμα εκπόνησης ΕΠΜ σε όλες τις περιοχές Natura 2000, προβλέπεται ρητώς, τόσο στη νομοθεσία όσο και στις συμβάσεις των μελετητών, ο καθορισμός χρήσεων γης. Αν συνεπώς υπάρχει ενδεχόμενο να απαιτηθεί στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών εκτιμήσεων λόγω πρόβλεψης χρήσεων γης, αυτό δεν οφείλεται στο σχέδιο νόμου του ΥΠΕΝ. Προϋπάρχει. Αυτό που γίνεται με το τελευταίο είναι η επέκταση και στις ΕΠΜ ενιαίου κώδικα χρήσεων, με βάση αυτόν που προϋπήρχε για τον πολεοδομικό σχεδιασμό, στις 47 προϋπάρχουσες ειδικές χρήσεις του οποίου προστίθενται και περίπου 12 νέες που ανταποκρίνονται σε ιδιαίτερες ανάγκες των περιοχών προστασίας. Οι περιοχές αυτές θα υποδιαιρούνται σε ζώνες (4 είδη) αντίστοιχες με τις «γενικές χρήσεις» του πολεοδομικού σχεδιασμού και ιεραρχημένες κατά βαθμό προστασίας. Σε καθεμιά από αυτές ο κώδικας προσδιορίζει τις χρήσεις που μπορούν, κατά μέγιστο, να καθοριστούν από μια ΕΠΜ, η οποία επιλέγει σε κάθε ζώνη αυτές που τελικά θα επιτραπούν, με κριτήριο τις ανάγκες των προστατευτέων αντικειμένων.
Το σύστημα είναι απλό, επιχειρησιακό, και αίρει μεγάλο μέρος των σημερινών αδυναμιών των ΕΠΜ, παρά ορισμένες παρανοήσεις που έχουν υπάρξει. Για παράδειγμα, οι αρχαιολογικοί χώροι δεν μπορούν «να προβλέπονται ή να μην προβλέπονται» κατά βούληση σε μια ΕΠΜ, ούτε ορίζονται πρωτογενώς από αυτές. Τέτοιο χώροι ορίζονται με τις διαδικασίες της αρχαιολογικής νομοθεσίας, και μια ΕΠΜ τις ενσωματώνει αυτούσιες και υποχρεωτικά. Το σχέδιο νόμου απλώς προσθέτει αυτή την κατηγορία στον κώδικα γιατί έλειπε, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές στα σχέδια πως απεικονίζονται οι αρχαιολογικοί χώροι. Αντίστοιχα ισχύουν προφανώς και για άλλες κατηγορίες χώρου με ειδικό καθεστώς, όπως π.χ. τα δάση και οι δασικές εκτάσεις. Και αυτές δεν «επινοούνται» από τα σχέδια χρήσεων γης. Καθορίζονται βάσει της δασικής νομοθεσίας και απλώς ενσωματώνονται στα σχέδια αυτά αυτούσιες και υποχρεωτικά. Ως προς τις εξορυκτικές δραστηριότητες, η αναφορά στο σχέδιο νόμου αφορά τις ήδη υφιστάμενες, όχι νέες, και αυτό θα αποσαφηνιστεί (θυμίζω και τη νομολογία του ΣτΕ, που δέχεται κατ’ αρχήν την άσκηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε περιοχές Natura, δάση εντός προστατευόμενων τόπων).
Και μια τελευταία μεθοδολογική παρατήρηση: ο όρος «χρήση γης» στη χωρική νομοθεσία περιλαμβάνει κατά συνθήκη τόσο χρήσεις του εδάφους με τη στενή έννοια του όρου, όσο και καλύψεις γης. Πρόκειται για διεθνώς γενικευμένη σύμβαση της ορολογίας, γνωστή στους ασχολούμενους με αυτά τα θέματα, και όχι για «σύγχυση» των συντακτών του σχεδίου νόμου. Έτσι, αυστηρά το δάσος αποτελεί κάλυψη, η θήρα χρήση, η αλιεία χρήση, το πράσινο κάλυψη, η αναψυχή δραστηριότητα, κ.λπ., άλλα όλα στεγάζονται κάτω από τον συμβατικό όρο «χρήση». «Πράγματα κοινής χρήσης» όπως π.χ. οι πλατείες και γενικότερα οι κοινόχρηστοι χώροι αποτελούν με την ίδια έννοια χρήσεις, άλλωστε ήδη προβλέπονται στο Π.Δ. 59/18 (που έχει περάσει από τον έλεγχο του ΣτΕ) στο άρθρο 7.
* Ο κ. Δημήτρης Οικονόμου είναι υφυπουργός αρμόδιος για θέματα χωροταξίας και αστικού περιβάλλοντος.
---
Ολα ξεκίνησαν για τους λάθος λόγους, όπως συνήθως. Στα μέσα του 2000 το (τότε) υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ ίδρυσε τον πρώτο φορέα για τη διαχείριση προστατευόμενης περιοχής στη Ζάκυνθο, λίγο μετά την παραπομπή της χώρας στο Ευρωδικαστήριο για την αδυναμία ή/και απροθυμία της πολιτείας να προστατεύσει τις περιοχές ωοτοκίας της καρέτα καρέτα. Ακολούθησαν το 2002 ο φορέας για την περιοχή Σχινιά-Μαραθώνα, μετά τη δικαστική διαμάχη για τη χωροθέτηση του ολυμπιακού κωπηλατοδρομίου και άλλοι 25 φορείς. Ακριβώς είκοσι χρόνια μετά, οι (36 πλέον) φορείς διαχείρισης πρόκειται να καταργηθούν, μέσα από μια συνολική αναμόρφωση του συστήματος.
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας δομής, όπως περιγράφονται στο σχέδιο νόμου που έδωσε σε διαβούλευση το υπουργείο Περιβάλλοντος. Κατ’ αρχάς, δημιουργείται μια νέα κεντρική δομή, ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), που υπάγεται απευθείας στο υπουργείο. Ο Οργανισμός αυτός αναλαμβάνει σε κεντρικό επίπεδο την επιστημονική και διοικητική υποστήριξη του συστήματος προστατευόμενων περιοχών, εκπονεί και παρακολουθεί την εθνική πολιτική και τα σχέδια δράσης. Ο Οργανισμός χωρίζεται σε δύο τομείς (βόρειου και νότιου τομέα) και σε 24 μονάδες διαχείρισης, στις οποίες θα συγχωνευθούν οι σημερινοί 36 φορείς διαχείρισης.
Οι μονάδες θα ασχολούνται με το επιστημονικό έργο και με την ενημέρωση/ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών. Η κάθε μονάδα θα συνεπικουρείται από μία ή περισσότερες τοπικές επιτροπές συμβουλευτικού χαρακτήρα, στην οποία θα συμμετέχουν επιστήμονες και εκπρόσωποι της Αυτοδιοίκησης, περιβαλλοντικών οργανώσεων και παραγωγικών φορέων.
Οσον αφορά τους πόρους για τη χρηματοδότηση του νέου συστήματος (που ήταν και ένα από τα βασικά ζητούμενα την τελευταία εικοσαετία) θα χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ έσοδα μπορούν να προέλθουν από ευρωπαϊκά προγράμματα, από ήπιες εμπορικές δραστηριότητες (λ.χ. πώληση τουριστικών ειδών), από ποσοστό των εισπράξεων από τις άδειες θήρας, από εισιτήριο όπου υπάρχει (λ.χ. Σαμαριά).
Ως προς το προστατευόμενο αντικείμενο, οι περιοχές Natura θα χωρίζονται σε τέσσερις ζώνες κλιμακούμενης προστασίας (από τον πυρήνα έως την περιφερειακή ζώνη), σε καθεμία από τις οποίες αντιστοιχούνται συγκεκριμένες χρήσεις γης. Το υπουργείο απέσυρε την Τετάρτη την πρόβλεψη περί εξορυκτικών δραστηριοτήτων στους πυρήνες, ωστόσο τη διατήρησε σε όλες τις υπόλοιπες ζώνες, παράλληλα με άλλες ασύμβατες χρήσεις.
Πώς αποτιμάται λοιπόν η πρόταση του υπουργείου από ανθρώπους που τα τελευταία χρόνια παρακολουθούν ή εμπλέκονται στη διαχείριση των περιοχών αυτών; «Εχω επιφυλάξεις ως προς ορισμένα σημεία», λέει στην «Κ» η Ιφιγένεια Καγκάλου, καθηγήτρια Οικολογίας Υδάτινων Οικοσυστημάτων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του φορέα της λίμνης Κάρλας τα τελευταία 10 χρόνια. «Υπήρχαν πολλές δυσλειτουργίες στο σύστημα. Οι φορείς ακροβατούσαμε ανάμεσα στον ρόλο μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης και ενός κρατικού φορέα. Επιπλέον, επί δύο δεκαετίες δεν είχαν δοθεί τα απαραίτητα εργαλεία στους φορείς για να ασκήσουν το έργο τους, υπήρξε ολιγωρία. Η δημιουργία ενός κεντρικού φορέα έχει κάποια πλεονεκτήματα, όπως το ότι θα λυθεί το χρηματοδοτικό πρόβλημα και θα υπάρξει οργανωτική και διοικητική υποστήριξη. Εχω όμως επιφυλάξεις για την αυτοτέλεια και την ευελιξία των νέων “μονάδων” σε σχέση με τους φορείς διαχείρισης. Για παράδειγμα, αν θα είναι σε θέση να γνωμοδοτήσουν αρνητικά σε ένα έργο, ή θα υποκύπτουν στις πιέσεις των ανωτέρων τους. Νομίζω ότι η κατάργηση των φορέων αποφασίστηκε πρόχειρα».
«Επί της αρχής δεν είναι προβληματικό», εκτιμά η Θεοδότα Νάντσου, υπεύθυνη περιβαλλοντικής πολιτικής στην οργάνωση WWF. «Οι φορείς είχαν όντως μεγάλο διοικητικό φόρτο, επομένως η κεντρική διαχείριση είναι καλή ώστε οι μονάδες να ασχολούνται μόνο με το επιστημονικό έργο. Πρέπει, ωστόσο, να δούμε πώς θα στελεχωθεί και θα λειτουργήσει ο ΟΦΥΠΕΚΑ. Οσον αφορά τις χρήσεις γης, επί της αρχής είναι καλό να υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα, ώστε να μην επιλέγει ο καθένας ό,τι θέλει. Υπάρχουν όμως λάθη: για παράδειγμα το δάσος είναι μια οικολογική κάλυψη και όχι χρήση γης, που να επιτρέπεται ή όχι και, κυρίως, να αλλάζει. Για πρώτη φορά επιτρέπονται κτίρια σε πυρήνες προστατευόμενων περιοχών. Επίσης, σε όλες τις ζώνες πλην του πυρήνα επιτρέπονται μεταλλευτικές δραστηριότητες και εξορύξεις υδρογονανθράκων –από τι πρέπει να προστατευθεί μια Natura, αν όχι από βιομηχανικές εγκαταστάσεις υψηλής επικινδυνότητας; Το πρόβλημα που δημιουργείται τελικά είναι πολλαπλό, γιατί επιδεινώνονται και η νομοθεσία και η περιβαλλοντική προστασία».
Οι χρήσεις γης
«Κατά τη γνώμη μου είναι μια σοβαρή μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία», εκτιμά ο Παναγιώτης Δημόπουλος, καθηγητής Βοτανικής και Οικολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών. «Η ύπαρξη ενός κεντρικού οργανισμού με επιτελικό ρόλο ήταν απαραίτητη, ώστε οι νέες μονάδες να μπορούν να επιβλέψουν την εφαρμογή των διαχειριστικών σχεδίων, που είναι και ο ρόλος τους. Τα διοικητικά συμβούλια των φορέων συχνά αναπαρήγαγαν ένα κομματικό σύστημα – έχω κι εγώ διατελέσει πρόεδρος φορέα στην Πίνδο και γνωρίζω, μπλέκαμε τη διοίκηση με τη διαχείριση. Εχω όμως επιφυλάξεις για τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης, ορισμένες από τις οποίες είναι ασύμβατες με τον χαρακτήρα των προστατευόμενων περιοχών. Νομίζω ότι στον πυρήνα και στην πρώτη ζώνη των προστατευόμενων περιοχών πρέπει να είμαστε πολύ πιο αυστηροί. Ειδικά για τις ΑΠΕ, νομίζω ότι πρέπει να ελέγχονται σοβαρά οι εναλλακτικές και να συνεκτιμάται η επίδραση στη βιοποικιλότητα, όχι απλά να πηγαίνουμε στην “εύκολη λύση” που είναι οι κορυφογραμμές. Οχι όποιος υποβάλει αίτηση για αιολικό πάρκο σε Natura να θεωρείται δεδομένο ότι θα τη λάβει».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου