Ένας άλλος τρόπος (δρόμος) για τη διαχείριση των αστικών αποβλήτων της Αττικής είναι εφικτός ΧΩΡΙΣ ΚΑΥΣΗ - ΧΩΡΙΣ «ΦΥΛΗ»

Ένας άλλος τρόπος (δρόμος) για τη διαχείριση των αστικών αποβλήτων της Αττικής είναι εφικτός ΧΩΡΙΣ ΚΑΥΣΗ - ΧΩΡΙΣ «ΦΥΛΗ»

ΔΗΜΟΣΙΑ - ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ, ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΑΛΟΓΗ ΥΛΙΚΩΝ

ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

Συντονισμός φορέων, συλλογικοτήτων και πολιτών Δ. Αττικής - Δ. Αθήνας,  Δεκέμβρης 2025


Περιεχόμενα
Α. Εισαγωγή
Β. Η Αττική βιώνει κατάσταση οξείας κρίσης
Β.1 Οι βασικές πτυχές της κρίσης
Β.2 Τι έφταιξε και φτάσαμε ως εδώ;
Γ. Η αποκεντρωμένη διαχείριση, με έμφαση στην προδιαλογή των υλικών
Γ.1 Οι ελάχιστες προϋποθέσεις
Γ.2 Τα βασικά χαρακτηριστικά της αποκεντρωμένης διαχείρισης
Γ.3 Χρειάζεται μηχανική επεξεργασία - ανάκτηση και χώροι τελικής διάθεσης;
Γ.4 Μπορούν να υλοποιηθούν έγκαιρα προωθημένοι περιβαλλοντικοί στόχοι;
Γ.5 Συμπεράσματα και προτεραιότητες

Παράρτημα: Η ροή των ΑΣΑ της περιφέρειας Αττικής το 2024

Α. Εισαγωγή

Το 2025 είναι περίοδος έντονων διεργασιών στον τομέα της διαχείρισης των αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ), καθώς η κυβέρνηση επιχειρεί να ολοκληρώσει και να επιβάλλει ένα -από πολλές απόψεις προβληματικό- μοντέλο, υλοποιώντας κατευθύνσεις και επιλογές του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), που «πέρασε» το 2020, με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υποτίθεται πως πρόκειται για ένα σχέδιο, που επιδιώκει να βάλει μια «τάξη» σε ένα άναρχο περιβάλλον και να προωθήσει υψηλούς ευρωπαϊκούς και εθνικούς περιβαλλοντικούς στόχους.

Η ειλικρίνεια αυτών των προθέσεων και της ρητορικής που τις συνοδεύει, είναι κάτι που αμφισβητείται βάσιμα, εξαιτίας της συστηματικής υποβάθμισης των ήπιων περιβαλλοντικά πρακτικών και μεθόδων, των πενιχρών αποτελεσμάτων της ανακύκλωσης και της έμφασης που δίνεται στις πανάκριβες βιομηχανικές υποδομές επεξεργασίας σύμμεικτων (μη διαχωρισμένων) αποβλήτων. Στην πράξη, αυτό που προτάσσεται δεν είναι τα περιβαλλοντικά κριτήρια, αλλά το πως θα δημιουργηθεί ένα νέο «προστατευμένο» επιχειρηματικό περιβάλλον, με καθολικό έλεγχο σε όλη τη κλίμακα της διαχείρισης των αποβλήτων και με εγγυημένη κερδοφορία. Και η επιβολή, με διάφορα μέσα, της εκτεταμένης ιδιωτικοποίησης είναι το βασικό εργαλείο για να «περπατήσει» αυτή η αντίληψη.

Απώτατο -και πιο ακραίο- στοιχείο των πολιτικών που ακολουθούνται αποτελεί το σχέδιο για την κατασκευή και λειτουργία έξι μονάδων καύσης ανά την Ελλάδα, μέσω ΣΔΙΤ και πληθώρας οικονομικών διασφαλίσεων. Και πάλι το νομιμοποιητικό περίβλημα είναι ένας θεμιτός -κατά τα άλλα- περιβαλλοντικός στόχος, αυτός της μείωσης της ταφής σε ποσοστό κάτω του 10%, που αυθαίρετα προσδιορίστηκε να επιτευχθεί μέχρι το 2030. Ο αναπόδεικτος ισχυρισμός της κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργείου είναι πως η υιοθέτηση της καύσης, ως μεθόδου -και, μάλιστα, βασικής- διαχείρισης των ΑΣΑ, αποτελεί το μοναδικό τρόπο για να συρρικνωθεί το ποσοστό της ταφής.

Ως ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι, εδώ και 15 χρόνια περίπου, υφίσταται πρόταση, που περιλαμβάνει ένα εναλλακτικό μοντέλο διαχείρισης των ΑΣΑ και προσδιορίζεται ως δημόσια και αποκεντρωμένη διαχείριση των ΑΣΑ, με έμφαση στην πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση και την προδιαλογή υλικών. Η πρόταση αυτή δεν είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, αλλά το καταστάλαγμα της γνώσης, των προβληματισμών και των εμπειριών κινηματικών πρωτοβουλιών, κυρίως στα Δυτικά της Αττικής. Πρωτο-διατυπώθηκε και μορφοποιήθηκε, στην περίοδο (2008-2012) ενός επιθετικού συντηρητικού «εκσυγχρονισμού», που προέβλεπε για την Αττική τη δημιουργία ακόμη δύο θηριωδών μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων στη Φυλή και δύο μικρότερων -μαζί με ΧΥΤΑ- στο Γραμματικό και την Κερατέα. Συνέβαλλε στο να αναβαθμιστεί ό λόγος των κινημάτων, που πλέον δεν αρκούνταν, απλά, στην απόκρουση των κυβερνητικών σχεδιασμών και στην υιοθέτηση των καλών πρακτικών (ανακύκλωση, κομποστοποίηση κ.λπ.), όπως κατά κόρον έκαναν οι διάφορες ΜΚΟ. Στην πράξη, λειτούργησε και λειτουργεί ως ένας συνεκτικός αντίλογος, απέναντι στο κυρίαρχο αφήγημα, και ως σημαντικό εργαλείο δράσης και πειθούς για πάρα πολλές συλλογικότητες (αυτοδιοικητικές και μη) σε όλη την Ελλάδα.

Με το κείμενο αυτό, ξαναβάζουμε στο τραπέζι τις βασικές αρχές της πρότασης και την επικαιροποιούμε στο επίπεδο της Αττικής, αξιοποιώντας την πρόσθετη γνώση και εμπειρία, που στο μεταξύ έχουμε αποκτήσει, στο πεδίο της ιδεολογικής και κινηματικής αντιπαράθεσης, αφού πρώτα δούμε ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα.

Β. Η Αττική βιώνει κατάσταση οξείας κρίσης

Το ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, από το 2016, προειδοποιεί σταθερά για την επερχόμενη κρίση. Σήμερα, τα πράγματα έχουν γίνει ακόμη πιο δύσκολα, αφού:

Έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, προκειμένου να υπάρξει αναστροφή πορείας.

Το πολιτικό περιβάλλον, σε εθνικό επίπεδο και στο επίπεδο της περιφέρειας, δεν ευνοεί λύσεις σε φιλοπεριβαλλοντική κατεύθυνση και σε όφελος της κοινωνίας.

Υπάρχει ισχυρή επιχειρηματική πίεση για την υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών, που θα δημιουργήσουν νέα προβλήματα, με προμετωπίδα την πλήρη ιδιωτικοποίηση του τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων και την εισαγωγή της καύσης, ως βασικής μεθόδου διαχείρισης. 

Β.1 Οι βασικές πτυχές της κρίσης

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τα βασικά ζητήματα που συνθέτουν τη σημερινή κατάσταση κρίσης, αναπόφευκτα, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα εξής:

Στην τεράστια ποσότητα των αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) που πρέπει να διαχειριστούμε κάθε χρόνο (για το 2024, πάνω από 2.000.000 τόνους).

Στην ελάχιστη εκτροπή από την ταφή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να θάβεται το 89,5% του συνόλου των ΑΣΑ (η ανάκτηση οποιουδήποτε είδους 7,6% και οι απώλειες 2,9%), οφειλόμενη και στην άθλια λειτουργία των ιδιωτικοποιημένων συστημάτων ανακύκλωσης.

Στο συγκεντρωτισμό του συστήματος, αφού το 94,32% του συνόλου των ΑΣΑ οδηγείται στην εγκατάσταση της Φυλής, με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος (89,5%) να θάβεται στο ΧΥΤΑ.

Στην εξάντληση της χωρητικότητας του ΧΥΤΑ Φυλής, ο οποίος εξακολουθεί να λειτουργεί, μόνο χάρη στην παγκόσμια πρωτοτυπία των εσωτερικών επεκτάσεων σε ύψος («πανωσηκωμάτων»), με προφανή προβλήματα ασφάλειας και επαπειλούμενων ατυχημάτων μεγάλης κλίμακας και με ορατό τον κίνδυνο πρόκλησης μιας τεράστιας υγειονομικής κρίσης σε όλη την Αττική, αν συμβεί κάτι απρόβλεπτο.

Στην οικονομική αιμορραγία που εξακολουθεί να προκαλεί η λειτουργία του ΕΜΑΚ, το οποίο -παρά τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό και τη μετατροπή του σε «πράσινο εργοστάσιο», έναντι 79 εκ. €- έχει τα ίδια ασήμαντα περιβαλλοντικά αποτελέσματα, αφού κάνει ελάχιστη ανάκτηση (9%) και το μεγαλύτερο μέρος των «προϊόντων» του (74,38%) οδηγείται στο ΧΥΤΑ για ταφή. 

Στην παντελή απουσία προγραμματισμού για τη δημιουργία των αναγκαίων νέων υποδομών, που είναι απαραίτητες για ένα σύγχρονο, φιλοπεριβαλλοντικό και επωφελή για το σύνολο της κοινωνίας τρόπο διαχείρισης των ΑΣΑ, στους τομείς της διαλογής στην πηγή, της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ανακυκλωμένων υλικών, της διαχείρισης των βιοαποβλήτων, αλλά και της ασφαλούς διάθεσης του τελικού υπολείμματος (για όσο διάστημα αυτό είναι αναγκαίο).

Στην αδυναμία ή και απροθυμία των δήμων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής του τέλους ταφής.

Στην εκτεταμένη κακοδιαχείριση και τα οικονομικά σκάνδαλα, τα οποία ανοιχτά καταλογίζονται στην προηγούμενη διοίκηση της περιφέρειας, υπό τον κ. Πατούλη.

Στην «παραλυσία» που διακατέχει τον ΕΔΣΝΑ, ο οποίος αδυνατεί να διαχειριστεί τα μείζονα προβλήματα, ακόμη και την κατάρτιση ενός νέου ΠΕΣΔΑ, παρόλα τα πέντε χρόνια ισχύος του νέου εθνικού σχεδίου (ΕΣΔΑ) και τα έξι χρόνια «νεοδημοκρατικής» διοίκησης στην περιφέρεια Αττικής (το ισχύον ΠΕΣΔΑ στην Αττική είναι αυτό που εκπόνησε η διοίκηση Δούρου). 

Στην αδιαφάνεια που επικρατεί, με αποτέλεσμα η ενημέρωση για τα αποτελέσματα της περιβαλλοντικής παρακολούθησης να έχει σταματήσει μετά το 2018, ενώ επτασφράγιστα μυστικά παραμένουν η επιδημιολογική μελέτη και η μελέτη για την εξεύρεση νέων χώρων διάθεσης, παρ’ ότι έχουν ανατεθεί και εκπονηθεί εδώ και κάποια χρόνια.

Β.2 Τι έφταιξε και φτάσαμε ως εδώ;

Σε αυτήν την κατάσταση μας οδήγησε ένας συνδυασμός παρωχημένων αντιλήψεων διαχείρισης των ΑΣΑ και πολιτικών επιλογών που έδιναν προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων, εκείνων που είχαν τη διορατικότητα να εντοπίσουν έγκαιρα ένα νέο τομέα σταθερής κερδοφορίας. Ας δούμε πως εκφράστηκε αυτό, στους κατά καιρούς σχεδιασμούς ή στις απόπειρες σχεδιασμών:

Για πάνω από τρεις δεκαετίες η διαχείριση των απορριμμάτων καθορίζονταν από μια υπουργική απόφαση (Ε1β/301/1964), η οποία σε πρώτο πλάνο έβαζε τη διάθεση σε ΧΑΔΑ («… συνίσταται εις την απλήν απόρριψιν επί της επιφανείας του εδάφους, επαφιεμένης της αποσυνθέσεως και σταθεροποιήσεώς των εις την επίδρασιν των φυσικών παραγόντων»), ενώ στις μεθόδους περιελάμβανε και την «πολτοποίησιν», η οποία «συνίσταται εις την άλεσιν των απορριμμάτων και την διάθεσιν αυτών εν ρευστή καταστάσει εις το δίκτυον υπονόμων». Κατά τα άλλα, αναφέρονταν και στην υγειονομική ταφή και στην καύση και στη βιοχημική σταθεροποίηση (composting). Τελευταία μέθοδος διαχείρισης η διαλογή -όπως επιγράφονταν-, η οποία έπρεπε να γίνεται υποχρεωτικά στους χώρους διάθεσης (!!!), ενώ «Διαλογή εκ δοχείων ή εξ άλλων θέσεων προσωρινώς συγκεντρωμένων απορριμμάτων απαγορεύεται».

Φτάσαμε στο 1996 για να αρχίσει να εκσυγχρονίζεται η νομοθεσία και στο 1997 για να αρχίσει να περιγράφεται ένας εθνικός σχεδιασμός. Σε υπουργική απόφαση του 2000 περιγράφονται συγκεκριμένες υποδομές για την Αττική, ενώ το Σεπτέμβρη του 2001 το περιφερειακό συμβούλιο Αττικής ψηφίζει τον πρώτο περιφερειακό σχεδιασμό (ΠΕΣΔΑ). Ακολουθεί, άλλη υπουργική απόφαση, που τροποποιεί τις υποδομές της απόφασης του 2000 και ο περίφημος νόμος 3164/2003 (της Β. Παπανδρέου), με τις γνωστές χωροθετήσεις, που εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα. Το 2006 εγκρίνεται ο επόμενος ΠΕΣΔΑ.

Ως προς την ουσία της διαχείρισης, παραμένει η εμμονή στην ταφή και ο συγκεντρωτισμός, με επίκεντρο την εγκατάσταση της Φυλής, που από το 1991 έχει γίνει ο μοναδικός νόμιμος αποδέκτης των απορριμμάτων ολόκληρης της περιφέρειας Αττικής και, μετά το ΧΑΔΑ, αποκτά σταδιακά το ΧΥΤΑ Άνω Λιοσίων (1997) και το ΧΥΤΑ Φυλής (δημοπρατήθηκε το 2005), που σήμερα πνέει τα «λοίσθια». Η επιλογή κατασκευής εγκαταστάσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης (ΟΕΔΑ) και σε Γραμματικό και Κερατέα, λόγω του μεγέθους τους, φαίνεται ότι λειτούργησε περισσότερο σαν άλλοθι στο συγκεντρωτισμό της Φυλής.

Καθοριστικής σημασίας είναι η ακραία φιλοεργολαβική επιλογή του ΕΜΑΚ στη Φυλή, με τεράστιο κατασκευαστικό και λειτουργικό κόστος και, ταυτόχρονα, ασήμαντο περιβαλλοντικό όφελος. Στην ίδια λογική εντάσσεται η κατασκευή του αποτεφρωτήρα επικίνδυνων υγειονομικών αποβλήτων και η παραχώρηση χώρου της ΟΕΔΑ για την κατασκευή του ιδιωτικού ΚΔΑΥ της ΕΠΑΝΑ (μετά της WATT και σήμερα της GEOCYCLE ΕΛΛΑΣ).

Από τις πιο αποτυχημένες επιλογές, με τεράστιο κόστος χρόνου, ήταν η προσπάθεια δημοπράτησης με ΣΔΙΤ τεσσάρων νέων μονάδων επεξεργασίας (δύο στη Φυλή και από μία σε Γραμματικό - Κερατέα), για 25-27 χρόνια και με εγγυημένες ποσότητες σύμμεικτων απορριμμάτων. Συμπεριλαμβανομένου του ΕΜΑΚ, θα έπρεπε να οδηγούνται στη Φυλή 1.450.000 και σε Γραμματικό - Κερατέα 255.000 τόνοι σύμμεικτων/χρόνο, ενταφιάζοντας κάθε προοπτική ουσιαστικής προδιαλογής - ανακύκλωσης υλικών και ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στην καύση.

Ακολούθησε η περίοδος της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και η αντίστοιχη της περιφερειακής διοίκησης της κ. Δούρου, που σηματοδοτήθηκε από τον υφιστάμενο περιφερειακό σχεδιασμό (Δεκέμβρης 2016), προβληματικό σε σημαντικές επιλογές και εντελώς αόριστο ως προς την περιγραφή και τις χωροθετήσεις των αναγκαίων υποδομών. Παρότι ξεκίνησε με πολύ φιλόδοξες υποσχέσεις και παρότι, λόγω μιας ιδιότυπης συγκυρίας, είχαν στα χέρια τους ένα νέο εθνικό σχεδιασμό, που συμπεριελάμβανε καίριες κινηματικές επιλογές, το μόνο που κατάφεραν ήταν να συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο με τους προκατόχους τους, σε πλήρη συμβιβασμό και σύμπλευση με τα μεγάλα εργολαβικά συμφέροντα. Ο δημόσιος χαρακτήρας, η αποκεντρωμένη διαχείριση με έμφαση στην προδιαλογή των υλικών, η αποκήρυξη των ΣΔΙΤ και της λογικής της καύσης, τα τοπικά σχέδια διαχείρισης, η ριζική αναμόρφωση των συστημάτων ανακύκλωσης, η χρηματοδότηση των φιλοπεριβαλλοντικών δράσεων μικρής κλίμακας, οι νομοθετικές αλλαγές για τη διευκόλυνση του ρόλου των δήμων, το κλείσιμο της εγκατάστασης στη Φυλή, οι χωροθετήσεις των νέων υποδομών κ.ά. κατέληξαν στο καλάθι των αχρήστων. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα επανήλθαν τα έργα ΣΔΙΤ, η επιλεκτική χρηματοδότηση ΧΥΤΑ και μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων (ΜΕΑ), η προπαγάνδα της καύσης, ο συγκεντρωτισμός, η επέκταση της Φυλής κλπ..

Έκτοτε και μέχρι σήμερα, δηλαδή επί των ημερών των διοικήσεων Πατούλη και Χαρδαλιά, η διαχείριση των ΑΣΑ της Αττικής κινείται στον αστερισμό των έργων βιτρίνας -με έντονη την οσμή των σκανδάλων- και της προσήλωσης στο στόχο της κατασκευής 4 ή 5 νέων μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, από τις οποίες όλο το βάρος έχει πέσει στις μονάδες του Πειραιά (στο Σχιστό) και του κεντρικού τομέα (απροσδιόριστης χωροθέτησης). Με ανύπαρκτες νέες υποδομές προδιαλογής και διαχείρισης ανακυκλώσιμων υλικών και βιοαποβλήτων και με μηδενική ανησυχία για την εξάντληση του ΧΥΤΑ Φυλής. Από την άποψη του σχεδιασμού, η σημερινή διοίκηση εξακολουθεί να αιωρείται μεταξύ του «νεοδημοκρατικού» ΕΣΔΑ του 2020 και του ΠΕΣΔΑ της διοίκησης Δούρου του 2016.

Σε γενικότερο επίπεδο, η ανακύκλωση έχει πέσει θύμα της εμμονής στον ένα και μοναδικό μπλε κάδο -αγνοώντας συστηματικά τις νομοθετικές δεσμεύσεις για ξεχωριστά ρεύματα- και της πλήρους παράδοσής της στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος έχει φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζει σαν αντίπαλους δήμους και πολίτες, καθηλώνοντας σε απελπιστικά χαμηλά ποσοστά την προδιαλογή υλικών και συμβάλλοντας στην κυριαρχία των σύμμεικτων. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε και την επιλεκτική προώθηση συγκεκριμένων συστημάτων, ενώ τεράστιο πρόβλημα υφίσταται και με τη δυσκολία διάθεσης στη βιομηχανία των ανακυκλούμενων υλικών.

Η διαρκής υπονόμευση του δημόσιου χαρακτήρα της διαχείρισης των ΑΣΑ και η υποχρηματοδότηση και τα διάφορα θεσμικά εμπόδια αποθάρρυναν τους δήμους από το να αναλάβουν χρήσιμες πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο, που μπορεί να μην έλυναν το συνολικό πρόβλημα, αλλά σίγουρα θα μετρίαζαν τις επιπτώσεις του. Αυτήν την πολιτική θα πρέπει να τη δούμε σε συνδυασμό με την απλόχερη στάση της πολιτείας, απέναντι στους άμεσα θιγόμενους δήμους της Αττικής -κυρίως αυτόν της Φυλής-, μέσω του «αμαρτωλού» καθεστώτος των αντισταθμιστικών οικονομικών ανταλλαγμάτων. Ένας πακτωλός χρημάτων, ικανός να αναμορφώσει ριζικά το σύστημα διαχείρισης των απορριμμάτων της Αττικής, σπαταλήθηκε για να διαφθαρούν συνειδήσεις και να εξαγοραστεί η σιωπή των πραγματικών θυμάτων. Από το 1993, έως το 2001, ο Δήμος Άνω Λιοσίων εισέπραξε 51.150.903.958 δραχμές! Από το 2002, έως σήμερα, ο ενιαίος Δήμος Φυλής έχει εισπράξει πάνω από 820.000.000 ευρώ!

Έξω από το κάδρο δεν μπορούμε να αφήσουμε και έναν ορατό τοπικισμό, που έλκει την καταγωγή του από τις αρνητικές εμπειρίες της υφιστάμενης διαχείρισης των απορριμμάτων και οδηγεί σε, συλλήβδην, απόρριψη οποιασδήποτε διαδικασίας διαχείρισης απορριμμάτων -ακόμη και της πιο ήπιας- και σε έναν ιδιότυπο κοινωνικό ρατσισμό σε βάρος των κατοίκων της Δυτικής Αττικής.

Εννοείται ότι όλα αυτά -και πολλά άλλα- βαρύνουν το σύνολο των κυβερνήσεων, των περιφερειακών και αυτοδιοικητικών αρχών και των πολιτικών δυνάμεων που τις στήριξαν όλες αυτές τις δεκαετίες.  

Γ. Η αποκεντρωμένη διαχείριση, με έμφαση στην προδιαλογή των υλικών

Στις σελίδες που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι ένας άλλος τρόπο (δρόμος) διαχείρισης των ΑΣΑ, εκτός από επιθυμητός, είναι (και) απολύτως εφικτός, σε πείσμα όσων συνεχίζουν να παίζουν το χαρτί της Φυλής, ως προσωρινής ή μεταβατικής λύσης. Μεγάλο μέρος του συστημικού μπλοκ προσπαθεί να μας πείσει πως η συνέχιση της λειτουργίας της εγκατάστασης της Φυλής είναι μονόδρομος και ότι πραγματικός εκσυγχρονισμός είναι το αγοραίο μοντέλο της πλήρους ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων και οι αντιπεριβαλλοντικές πρακτικές, όπως η καύση. Ξεχνούν, φαίνεται, ότι δε βρισκόμαστε στο 2003, αλλά στο 2025, όπως ξεχνούν ότι το ίδιο το κίνημα έχει επεξεργαστεί και έχει τεκμηριώσει το δικό του αντίλογο.

Γ.1 Οι ελάχιστες προϋποθέσεις

Η υλοποίηση του μοντέλου της αποκεντρωμένης διαχείρισης στην Αττική απαιτεί ορισμένες βασικές αλλαγές και σε εθνικό και σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε ο μελλοντικός σχεδιασμός να απαλλαγεί από τις ασφυκτικές δεσμεύσεις, οι οποίες οδηγούν στις στρεβλώσεις που έχουμε, ήδη, περιγράψει. Τα ελάχιστα που επιβάλλεται να γίνουν ΑΜΕΣΑ είναι:

Σε εθνικό επίπεδο

Αναθεώρηση του ισχύοντος ΕΣΔΑ, απόσυρση του σχεδίου κατασκευής μονάδων καύσης και επανεξέταση του μοντέλου των μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων ΑΣΑ, ως προπομπού των μονάδων καύσης. Στροφή σε ευέλικτη μηχανική επεξεργασία, με σκοπό τη μέγιστη ανάκτηση, αφού πρώτα έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες των σταδίων που προπορεύονται περιβαλλοντικά (πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, προδιαλογή υλικών στην πηγή, ήπια διαχείριση βιοαποβλήτων).

Ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος ανακύκλωσης, η οποία θα περιλαμβάνει και τη δημιουργία δημόσιας, εθνικής βιομηχανίας ανακύκλωσης.

Άμεση αναθεώρηση του χρονικού ορίου για την υλοποίηση του στόχου της ταφής κάτω του 10%, μέχρι το 2040.

Διασφάλιση (θεσμικά και οικονομικά) της δυνατότητας της τοπικής αυτοδιοίκησης να αποκτήσει τον έλεγχο και την ευθύνη των δικών της ΑΣΑ.

Σε επίπεδο περιφέρειας

Διακοπή των διαγωνιστικών διαδικασιών για νέες μονάδες επεξεργασίας σύμμεικτων

Σταμάτημα της οικονομικής αιμορραγίας προς το ΕΜΑΚ, ακόμη και με διακοπή της λειτουργίας του και ανακατεύθυνση πόρων σε ήπιες και αποτελεσματικές διεργασίες.

Εκπόνηση νέου ΠΕΣΔΑ, υποστηρικτικού της λογικής της αποκεντρωμένης διαχείρισης.

Διασφάλιση της διάθεσης του τελικού υπολείμματος, άμεσο κλείσιμο της εγκατάστασης στη Φυλή, περιβαλλοντική αποκατάσταση της ευρύτερης περιοχής.

Κατάργηση του «υδροκέφαλου» ΕΔΣΝΑ και δημιουργία 3 ή 4 διαχειριστικών ενοτήτων, με γεωγραφικά και πληθυσμιακά κριτήρια, στο πλαίσιο των οποίων θα ολοκληρώνεται, κατά το δυνατόν, η διαχείριση των ΑΣΑ που τους αντιστοιχούν.

Γ.2 Τα βασικά χαρακτηριστικά της αποκεντρωμένης διαχείρισης

Όμως, για να μη μιλάμε γενικά -όπως κάνουν αυτοί που δεν έχουν συγκεκριμένη άποψη ή που θέλουν να κρύψουν τις πραγματικές τους επιδιώξεις-, ας δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου και με ποιο τρόπο μπορεί να υλοποιηθεί στη συγκεκριμένη κρίσιμη περίσταση για την Αττική. Θα επαναλάβουμε, για μια ακόμη φορά, ότι η διατύπωση συγκροτημένης εναλλακτικής πρότασης δεν είναι διαχειριστική ρουτίνα, είναι κινηματική «υποχρέωση» και προϋπόθεση για να έχουν επιτυχή έκβαση οι αγώνες.

Πριν από αυτό όμως, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι πρώτα και πάνω απ’ όλα είναι η πρόληψη και η μείωση των αποβλήτων. Η υποχρέωση αυτή εναποτίθεται, συχνά, στους τελικούς καταναλωτές και στις συνήθειές τους. Στην πραγματικότητα, την κύρια ευθύνη την έχουν οι παραγωγοί των προϊόντων και τα καταναλωτικά πρότυπα που μας επιβάλλει το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο ζούμε και δραστηριοποιούμαστε. Ο κανόνας είναι ότι, μπροστά στο κυνήγι του κέρδους, τσαλαπατιέται κάθε λογική προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας μας. 

Η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων στηρίζεται στο δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα της και στις βασικές αρχές της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας. Βασικό πεδίο εφαρμογής της είναι μεγάλοι δήμοι ή ομάδες γειτονικών δήμων, που συγκροτούν -άτυπες ή τυπικές- διαχειριστικές ενότητες, για τις ανάγκες της διαχείρισης των δικών τους αποβλήτων, στη βάση των τοπικών σχεδίων διαχείρισης, τα οποία οφείλουν να διαμορφώνονται με διαδικασίες ουσιαστικής διαβούλευσης και κοινωνικής συμμετοχής. Φυσικά, θα υπάρχουν και οι περιφερειακές δράσεις και υποδομές στους τομείς που οι επιμέρους δήμοι αδυνατούν να ανταποκριθούν. Στην πλήρη του ανάπτυξη, το σύστημα της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης, αναπτύσσεται στα παρακάτω τέσσερα επίπεδα, όπως αποτυπώνεται και στο γράφημα: 

1ο επίπεδο: διαλογή στην πηγή (κατοικία - επιχείρηση - υπηρεσίες - γειτονιά - δήμος) 

Η «καρδιά» της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης βρίσκεται στις υποδομές και τη διαχείριση που γίνεται στο πιο κοντινό στον πολίτη επίπεδο, με βασικό εργαλείο τη διαλογή στην πηγή. Σε αυτό το επίπεδο, επιδιώκεται η ανάκτηση της μέγιστης ποσότητας των ανακυκλώσιμων υλικών, με φυσικές διαδικασίες και τεχνικές. Οι δραστηριότητες μοιράζονται σε δύο βασικές κατευθύνσεις:

1.1 Δραστηριότητες στο επίπεδο της κατοικίας, της γειτονιάς, του εργασιακού χώρου, των υπηρεσιών, όπου το βάρος σηκώνουν οι ίδιοι οι πολίτες και οι φορείς, με την καθημερινή υποστήριξη και των δήμων. Με πληροφόρηση και ενημέρωση, με προγράμματα σε σχολεία και δημόσιες - δημοτικές υπηρεσίες και εγκαταστάσεις, με υλική υποστήριξη (διανομή μικρών κομποστοποιητών, σάκων για διαλογή και ανακύκλωση κλπ.), όσο και με την εξασφάλιση της υποδομής (κάδοι, σημεία συλλογής κ.λπ.), που θα υποδέχεται το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας.

1.2 Δραστηριότητες διαλογής στην πηγή, σε επίπεδο δήμου, οι οποίες περιλαμβάνουν, κυρίως:  ένα δίκτυο ξεχωριστών κάδων προδιαλεγμένων βασικών ανακυκλώσιμων υλικών (χαρτί, πλαστικό μέταλλα, γυαλί), κατά κανόνα μικρότερων, ώστε να δημιουργούνται μικρές συστοιχίες, στη θέση του σημερινού κλασικού ζεύγους πράσινου και μπλε κάδου  ένα επαρκές δίκτυο σαφώς προσδιορισμένων σημείων συλλογής, για τη συγκέντρωση λιγότερο διαδεδομένων ανακυκλώσιμων υλικών, που δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να κατευθύνονται στους κάδους των προδιαλεγμένων και δημιουργούνται σε χώρους, κατά προτίμηση μέσα ή κοντά στον οικιστικό ιστό  όλα τα απαραίτητα μέσα για την ενημέρωση για την προδιαλογή και τη συλλογή της μεγαλύτερης κατηγορίας των ΑΣΑ, αυτής των βιοαποβλήτων, με έμφαση τον καφέ κάδο. Εκεί όπου η συλλογή πόρτα – πόρτα φαίνεται να είναι δυσχερής, μπορεί να επιλεγεί η λύση των κάδων ανά οικοδομικό συγκρότημα, με διασφάλιση της αμεσότητας στην αποκομιδή και στην καθαριότητα των κάδων. Μια κινητή δημοτική μονάδα, δηλαδή ένα μικρό όχημα για τη συλλογή ειδικών κατηγοριών αποβλήτων, όπως είναι οι μικροποσότητες επικίνδυνων οικιακών – βιοτεχνικών υλικών ή αδρανών από μικροεπισκευές, που μπορούν να δυσκολέψουν πολύ τη συνολική διαχείριση των αστικών αποβλήτων.

Τα μη διαχωρισμένα απορρίμματα, δηλαδή αυτά που οδηγούνται στον πράσινο κάδο, θα αρχίσουν να μειώνονται πολύ γρήγορα, σηματοδοτώντας το δραστικό περιορισμό της ταφής και κάνοντας να μην έχει νόημα οποιαδήποτε συζήτηση για την καύση επεξεργασμένων ή μη σκουπιδιών. 

Με την αποκέντρωση των εγκαταστάσεων, αναμένεται η σταδιακή εξάλειψη της ανάγκης για την ύπαρξη σταθμών μεταφόρτωσης απορριμμάτων (ΣΜΑ) και των αντίστοιχων οχημάτων μεταφοράς, που συμβάλλουν στην υποβάθμιση των χαρακτηριστικών των μεταφερόμενων υλικών.

2ο επίπεδο: δημοτικές υποδομές (δήμος)

Στο επίπεδο αυτό, οι διαδικασίες διαχείρισης αναπτύσσονται σε μια μικρή αποκεντρωμένη εγκατάσταση απλού εξοπλισμού, στο επίπεδο του δήμου ή των γειτονικών δήμων. Καθώς, προοδευτικά, θα αυξάνεται το ποσοστό της ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή, αναμένεται να μειώνεται η ροή των σύμμεικτων απορριμμάτων. Ο σκοπός των δραστηριοτήτων σε αυτό το επίπεδο είναι:

Να οργανώσει δίκτυο «πράσινων σημείων», στα οποία θα συγκεντρώνονται, είτε μεγάλες ποσότητες προδιαλεγμένων βασικών ανακυκλώσιμων υλικών, είτε άλλες ειδικές κατηγορίες ανακυκλώσιμων.

Να διαχωρίσει (όπου χρειάζεται), ταξινομήσει, αποθηκεύσει και μεταφορτώσει τα υλικά ανακύκλωσης, που συγκεντρώνονται από τους κάδους της ανακύκλωσης, από τα σημεία συλλογής και από τα «πράσινα σημεία».

Να κάνει, όπου υπάρχει αυτή η δυνατότητα, μικρής κλίμακας κομποστοποίηση των προδιαλεγμένων οργανικών υλικών (από τους αντίστοιχους κάδους), καθώς και των πράσινων των δήμων. Στη συνέχεια, να συσκευάσει και να διαθέσει το παραγόμενο κόμποστ.

Να επιδιορθώσει, να ανακατασκευάσει και να διαθέσει χρήσιμο εξοπλισμό, όπως έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, ανταλλακτικά κλπ., σε ένα μικρό εργαστήριο. 

3ο επίπεδο: αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις (διαχειριστική ενότητα) 

Στο επίπεδο αυτό έχουμε να κάνουμε με περιφερειακές υποδομές, που αφορούν:

Την επεξεργασία των βιοαποβλήτων, σε μεγαλύτερη κλίμακα, στο βαθμό που αυτή δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στα δύο πρώτα επίπεδα, λόγω έλλειψης χώρων, για παράδειγμα.

Τη συνέχιση της ανάκτησης ανακυκλώσιμων, ενδεχομένως και οργανικών υλικών, με μηχανικό τρόπο, από το «ρεύμα» του πράσινου κάδου των υπολειμματικών σύμμεικτων απορριμμάτων. Οι μονάδες αυτές αποτελούν το τελευταίο «καταφύγιο», πριν από την ταφή, και είναι σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να στοχεύουν στη μέγιστη ανάκτηση και όχι στην παραγωγή δευτερογενών καυσίμων. Με δεδομένη τη διαρκή άνοδο των ποσοστών της προδιαλογής υλικών, είναι δεδομένο ότι θα επεξεργάζονται συνεχώς μειούμενες ποσότητες υπολειμματικών σύμμεικτων.

4ο επίπεδο: υπερτοπικές υποδομές ( διαχειριστική ενότητα - περιφέρεια) 

Στο τέταρτο και τελευταίο επίπεδο, αυτό της περιφέρειας ή της διαχειριστικής ενότητας, εντάσσονται:

Η ασφαλής τελική διάθεση σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής του υπολείμματος (ΧΥΤΥ) των προηγούμενων σταδίων, που δεν είναι αναγκαίο να αντιστοιχίζονται στις διαχειριστικές ενότητες που θα δημιουργηθούν. Οι ΧΥΤΥ, στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης εφαρμογής της λογικής της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης, αφενός θα είναι μικρότερου μεγέθους και, αφετέρου, θα υποδέχονται υπολείμματα με χαρακτηριστικά αδρανών υλικών.

Υπερτοπικές δραστηριότητες, όπως η διαχείριση των μικροποσοτήτων των επικίνδυνων αποβλήτων, που περιλαμβάνονται στην κατηγορία των αστικών αποβλήτων και δεν έχουν σχέση με τα λοιπά -βιομηχανικών και άλλα- επικίνδυνα απόβλητα.

Η διαχείριση των αποβλήτων εκσκαφών, κατεδαφίσεων και κατασκευών (ΑΕΚΚ).

Η ακριβής χωροθέτηση ΧΥΤΥ και των μονάδων του τρίτου και τέταρτου επιπέδου, με δεδομένο τον κορεσμό (από κάθε άποψη) της Φυλής και της Δυτικής Αττικής, είναι αντικείμενο ευρύτερης συνεννόησης, που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη την ανάγκη μιας δίκαιης κατανομής των όποιων βαρών σε όλες τις περιοχές της περιφέρειας Αττικής. Επίσης, η χωροθέτηση των τοπικών και των περιφερειακών υποδομών ενδέχεται να προσκρούσει σε υφιστάμενες προβλέψεις χρήσεων γης στα πολεοδομικά σχέδια των δήμων και στο ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας ή σε μελλοντικές στα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, που έγιναν υπό την επήρεια «φοβικών» αντιλήψεων για κάθε είδους δραστηριότητα διαχείρισης, ακόμη και για την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση. Όπως προαναφέρθηκε, θα χρειαστούν, πιθανότατα, κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να προσδιοριστούν συγκεκριμένα και να διεκδικηθούν άμεσα.

Θεωρούμε αναγκαία τη δημιουργία εθνικής βιομηχανίας ανακύκλωσης και μεταποίησης των ανακτημένων υλικών, προκειμένου να μην προσκρούει σε αδιέξοδα η διαδικασία της ανάκτησης υλικών και να μη δημιουργούνται προϋποθέσεις παράνομων διαδρομών.

Η διαχείριση και αποτέφρωση των υγειονομικών αποβλήτων είναι μια διαδικασία που δεν έχει καμία σχέση με τα αστικά απόβλητα. Την επισημαίνουμε, απλώς, για να υπογραμμίσουμε ότι δεν έχει θέση σε εγκαταστάσεις διαχείρισης αστικών αποβλήτων, όπως συμβαίνει με τη λειτουργία στην εγκατάσταση της Φυλής Αττικής της μοναδικής μονάδας αποτέφρωσης υγειονομικών αποβλήτων όλης της χώρας.

Ο παραπάνω σχεδιασμός προϋποθέτει το δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος διαχείρισης, τη διασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου και τη δυνατότητα αξιοποίησης της κοινωνικής συμμετοχής. Ασυμβίβαστες με τα παραπάνω θεωρούμε τις λογικές ανάθεσης έργων, από τους δήμους και την περιφέρεια, με τη μέθοδο ΣΔΙΤ, δεδομένου ότι αφορούν συγκεντρωτική και αδιαφανή διαχείριση με κριτήριο τη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους και όχι την ικανοποίηση περιβαλλοντικών και κοινωνικών αναγκών.

Γ.3 Χρειάζεται ανάκτηση με μηχανική επεξεργασία και χώροι τελικής διάθεσης;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το πως επιλέγουμε να αντιμετωπίσουμε και να διαχειριστούμε τα υπολειμματικά σύμμεικτα, δηλαδή τα αστικά απόβλητα που δε διαχωρίζονται με προδιαλογή στην πηγή. Η εμπειρία από τη λειτουργία του ΕΜΑΚ και του ΧΥΤΑ Φυλής προδιαθέτει για αρνητική απάντηση. Είναι, όμως, αυτή η ενδεδειγμένη λύση, ιδιαίτερα στις συνθήκες της κρίσης, της απειροελάχιστης ανακύκλωσης και της εξάντλησης του ΧΥΤΑ Φυλής; Ας δούμε ποια είναι τα δεδομένα του προβλήματος και ας μιλήσουμε πρώτα για δύο βασικές επιλογές, που απορρίπτουμε προκαταβολικά:

Με βάση τα σημερινά ισχνά ποσοστά προδιαλογής των υλικών, οι ποσότητες των υπολειμματικών σύμμεικτων θα είναι εξαιρετικά μεγάλες για ένα μεταβατικό διάστημα κάποιων χρόνων, ακόμη κι αν υλοποιηθεί το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα προδιαλογής. Συνεπώς, η απευθείας ταφή τους θα συντηρούσε το σημερινό μοντέλο διαχείρισης, θα απαιτούσε ΧΥΤΑ τύπου Φυλής και, επιπλέον, θα ήταν ασύμβατη με την ισχύουσα νομοθεσία.

Μια λύση θα ήταν η γενικευμένη καύση των υπολειμματικών σύμμεικτων, χωρίς να έχει προηγηθεί μηχανική επεξεργασία, που θεωρητικά θα έκανε αχρείαστους τους χώρους υγειονομικής ταφής. Αυτή η λύση, όμως, δεν είναι αποδεκτή διαδικασία διαχείρισης αποβλήτων, καθώς θα δημιουργούσε μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα, θα απαιτούσε χώρους διαχείρισης της τέφρας και ταφής επικίνδυνων αποβλήτων και θα στερούσε κάθε κίνητρο για την αύξηση της προδιαλογής των υλικών, αφού όλα θα μπορούμε να τα καίμε. Ακόμη και οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της καύσης δεν τολμούν να μιλήσουν για καύση ανεπεξέργαστων αποβλήτων.

Αν όχι απευθείας ταφή, αν όχι απευθείας καύση του συνόλου των υπολειμματικών σύμμεικτων, τότε τι; Αναγκαστικά, οδηγούμαστε σε διαδικασία μηχανικής επεξεργασίας τους. Τι είδους, όμως, μηχανική επεξεργασία και με ποιο στόχο; Μας ικανοποιεί το μοντέλο του ΕΜΑΚ, στο οποίο το μεγαλύτερο μέρος των «προϊόντων» του οδηγείται για ταφή; Ασφαλώς όχι, αφού το ζητούμενο είναι η μέγιστη ανάκτηση και η ελαχιστοποίηση του υπολείμματος, που θα πρέπει να οδηγηθεί για ταφή. Ξεχωρίζουν δύο βασικές επιλογές, με επιμέρους παραλλαγές: αυτή που προτάσσει την ανάκτηση υλικών (ανακυκλώσιμων και οργανικών) και αυτή που προτάσσει την παραγωγή ενέργειας. Ας δούμε τι σημαίνει καθεμία από αυτές:

Στην πρώτη περίπτωση, η μηχανική επεξεργασία των υπολειμματικών σύμμεικτων, με κατάλληλο εξοπλισμό και μεθόδους, μπορεί να αποδώσει υψηλά ποσοστά ανάκτησης υλικών, της τάξης του 50%. Στην περίπτωση αυτή, το υπόλοιπο 50% της διαδικασίας της μηχανικής επεξεργασίας (το υπόλειμμα) θα τείνει να είναι ένα προϊόν με ελάχιστο ενεργειακό ενδιαφέρον, αδρανές σε σημαντικό βαθμό, που θα πρέπει να οδηγηθεί σε ασφαλή τελική διάθεση - ταφή. Το κυριότερο πλεονέκτημα είναι ότι με αυτή τη στόχευση και αυτή τη διαδικασία υπάρχει πάντα ένα ισχυρό κίνητρο για να αυξάνεται η προδιαλογή και να συρρικνώνονται σταδιακά οι ανάγκες σε χώρους ταφής. Στο σενάριο αυτό, οι μονάδες μηχανικής επεξεργασίας - ανακύκλωσης δεν απαξιώνονται λειτουργικά, όσο θα αυξάνει η προδιαλογή και θα μειώνονται τα υπολειμματικά σύμμεικτα, καθώς θα μπορούν -με μικρές προσαρμογές- να αξιοποιηθούν στη διαδικασία της επεξεργασίας των προδιαλεγμένων υλικών και, ιδιαίτερα, των οργανικών.

Στη δεύτερη περίπτωση, στόχος είναι να παρεμβληθεί, ανάμεσα στη μηχανική επεξεργασία και στην ταφή, διαδικασία καύσης του δευτερογενούς καυσίμου, που, πλέον, θα είναι το κύριο προϊόν της μηχανικής επεξεργασίας, αντί των ανακτήσιμων υλικών. Είναι προφανές ότι, για να είναι βιώσιμη -από οποιαδήποτε σκοπιά- η διαδικασία της καύσης, θα χρειάζονται σταθερά επαρκείς ποσότητες «πρώτης ύλης», πράγμα που σημαίνει καθήλωση σε χαμηλά επίπεδα της προδιαλογής των υλικών, αλλά και της ανακύκλωσης από τη μηχανική επεξεργασία. Ταυτόχρονα, θα εκτοξεύσει το κόστος διαχείρισης και θα δημιουργήσει περιβαλλοντικούς κινδύνους, χωρίς να είναι διασφαλισμένη η συμβατότητά της με την ισχύουσα ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, αφού χρειάζεται να επιτυγχάνεται ένας υψηλός βαθμός ενεργειακής απόδοσης, για να μη θεωρείται ισοδύναμη με την ταφή.

Διαχείριση χωρίς πρόσθετη ανακύκλωση με μηχανική επεξεργασία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να οδηγήσει στο ίδιο περιβαλλοντικό αποτέλεσμα, μόνο που θα παρέτεινε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα την υλοποίηση του στόχου του περιορισμού της ταφής.

Με βάση τα παραπάνω και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ στην πρότασή του επιλέγει να μην συμπεριλάβει διαδικασία ενεργειακής αξιοποίησης - καύσης, εμμένοντας στην πλέον ωφέλιμη -περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά- αλυσίδα: πρόληψη - επαναχρησιμοποίηση - ανακύκλωση με προδιαλογή στην πηγή - περαιτέρω ανάκτηση με μηχανική επεξεργασία - τελική διάθεση, με τα πρώτα στάδια να κερδίζουν διαρκώς έδαφος, σε βάρος των τελευταίων.

Δε μας διαφεύγει ότι, σε ένα πολύ ευρύ πολιτικό φάσμα, είναι εξαιρετικά δημοφιλής η πρακτική των γενικόλογων αναφορών και η απουσία συγκεκριμένων προτάσεων, ιδιαίτερα όταν διαφαίνεται ο κίνδυνος να διαταραχθούν οι σχέσεις του με το πολιτικό του ακροατήριο. Η στάση αυτή, συνήθως, συνοδεύεται από την κολακεία του εκλογικού σώματος και την ενθάρρυνση τοπικιστικών αντιδράσεων, ακόμη κι όταν δικαιολογείται με αναφορές στην προστασία του περιβάλλοντος και σε εναλλακτικά μοντέλα, που ποτέ δεν περιγράφονται. Είμαστε τα μόνιμα θύματα αυτών των πολιτικών, δεσμεύσεις και επιδιώξεις πολιτικές δεν έχουμε, συνεπώς δε θα μεταχειριστούμε τα ίδια μέσα, ούτε θα κλείσουμε το στόμα μας απέναντι σε πρακτικές που, στο τέλος της ημέρας, μεταφράζονται σε συνέχιση της λειτουργίας της εγκατάστασης της Φυλής. Γι’ αυτό δε θα περιοριστούμε στην περιγραφή του μοντέλου, αλλά θα μιλήσουμε και για συγκεκριμένους στόχους και για τις προτεραιότητες που επιβάλλει η περίσταση.

Γ.4 Μπορούν να υλοποιηθούν έγκαιρα προωθημένοι περιβαλλοντικοί στόχοι;

O υφιστάμενος περιφερειακός σχεδιασμός (εγκρίθηκε το Δεκέμβρη του 2016) έχει ως έτος αναφοράς, για την επίτευξη των στόχων του, το 2020. Αντίστοιχα, ο υφιστάμενος εθνικός σχεδιασμός (εγκρίθηκε τον Αύγουστο του 2020) και το πρόσφατο σχέδιο κατασκευής των μονάδων καύσης έχουν το 2030. Στο ΕΣΔΑ του 2020 υποστηρίζονταν ότι: «Η Ελλάδα επιλέγει, όχι μόνο να μη χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων που της παρέχεται από την Οδηγία (ΕΕ) 2018/850 για μετάθεση του στόχου μείωσης της ποσότητας των αστικών αποβλήτων που διατίθενται με υγειονομική ταφή κατά μέγιστο στο 10% μέχρι το 2040, αλλά αντιθέτως να υιοθετήσει ένα εξαιρετικά φιλόδοξο αλλά και συγχρόνως ρεαλιστικό εμπροσθοβαρή στόχο, μέσω ενός ολοκληρωμένου και σαφώς οριοθετημένου σχεδιασμού που περιλαμβάνεται στο παρόν ΕΣΔΑ, ώστε το μέγιστο ποσοστό αστικών αποβλήτων που θα καταλήγουν σε υγειονομική ταφή να μην ξεπερνά το 10% κ.β. ήδη από το 2030». Βρισκόμαστε πέντε χρόνια μετά και πέντε χρόνια προτού εκπνεύσει το χρονικό όριο του 2030 και σε ταφή εξακολουθεί να οδηγείται γύρω στο 90% των αστικών αποβλήτων. Είναι σαν να ξεκινάμε από το μηδέν. 

Αυτό που συνέβη όλα αυτά τα χρόνια είναι ένας εγκληματικός συνδυασμός αμέλειας, ανικανότητας και συμβιβασμού με τα οικονομικά συμφέροντα στο χώρο της διαχείρισης των αποβλήτων, που όξυναν την προϋπάρχουσα κρίση και σπατάλησαν πολύτιμο χρόνο για την, κατά το δυνατόν, ομαλή ανάπτυξη ενός φιλικού στους πολίτες συστήματος διαχείρισης.

Το πρώτο πράγμα, συνεπώς, που χρειάζεται είναι ένας επανακαθορισμός του χρόνου υλοποίησης των στόχων, που δεν θα την παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες και ταυτόχρονα θα την κάνει ρεαλιστική. Προτείνουμε αυτή η περίοδος να είναι η δεκαπενταετία 2025 - 2040, στο τέλος της οποίας θα έχουν κατακτηθεί οι βασικοί στόχοι της προδιαλογής στην πηγή, της συνολικής ανάκτησης και της μείωσης της ταφής σε ποσοστό κάτω του 10% του συνόλου των ΑΣΑ. 

Ας δούμε τι σημαίνει, με μια πρώτη προσέγγιση, αυτή η στοχοθεσία σε αριθμούς και ποσότητες, ποιες υποδομές χρειάζονται για να την υπηρετήσουν και με ποια προτεραιότητα. Στους υπολογισμούς μας, κρατάμε σταθερή τη συνολική ποσότητα των παραγόμενων ΑΣΑ (στα επίπεδα του 2024), θεωρώντας ότι μια τάση αύξησης της κατανάλωσης και παραγωγής ΑΣΑ αντισταθμίζεται από τα μέτρα πρόληψης και επαναχρησιμοποίησης υλικών που θα εφαρμοστούν. Μια δεύτερη παραδοχή είναι ότι η κάλυψη του ποσοστού προδιαλογής των υλικών κατανέμεται αναλογικά από έτος σε έτος, με το ρυθμό αύξησης να είναι ελαφρά μεγαλύτερος στην αρχή. Μια τρίτη παραδοχή είναι ότι οι μονάδες μηχανικής ανακύκλωσης θα είναι σε λειτουργία από το 2030 και μετά και ότι σε αυτές θα ανακτάται το 50% των εισερχομένων σε αυτές. Τα αποτελέσματα καταγράφονται στον παρακάτω πίνακα.

Ακόμη και στην περίπτωση που θα υιοθετούνταν το κυβερνητικό σενάριο της μετάθεσης της υλοποίησης των στόχων της προδιαλογής για το 2030, σε συνδυασμό με την καύση μέρους του υπολείμματος της μηχανικής επεξεργασίας, οι μεσοπρόθεσμες ανάγκες για τελική διάθεση θα ήταν εξίσου σημαντικές.

Γ.5 Συμπεράσματα και προτεραιότητες

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα, με δεδομένο ότι η χωρητικότητα του ΧΥΤΑ Φυλής έχει εξαντληθεί, είναι τα εξής:

Υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη να ξεκινήσουν ΤΩΡΑ οι διαδικασίες χωροθέτησης και κατασκευής των αναγκαίων νέων χώρων ασφαλούς διάθεσης. Όχι μόνο για να μην οδηγηθούμε σε φαινόμενα ακραίας περιβαλλοντικής και υγειονομικής κρίσης, αλλά και για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να μας επιβληθούν βίαια η καύση και η πλήρης ιδιωτικοποίηση του συστήματος διαχείρισης

Για να μη μετεξελιχθούν οι νέοι χώροι ταφής σε χωματερές τύπου Φυλής -και ως προς το μέγεθος και ως προς τη λειτουργία τους- και για να αρχίσουν να υλοποιούνται οι επικαιροποιημένοι στόχοι, πρέπει να ξεκινήσουν ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ οι διαδικασίες κατασκευής των δημοτικών - διαδημοτικών υποδομών προδιαλογής των υλικών, των μονάδων επεξεργασίας βιοαποβλήτων και των μονάδων μηχανικής ανάκτησης υλικών.

Ο περιορισμός, στο άμεσο μέλλον, των ποσοτήτων του προς ταφή υπολείμματος σε επίπεδα κάτω από τις 600.000 τόνους/χρόνο, δικαιολογεί την κατασκευή ακόμη και δύο, σχετικά μικρών, χώρων υγειονομικής ταφής υπολείμματος (ΧΥΤΥ).

Οι μονάδες μηχανικής ανάκτησης - ανακύκλωσης καλούνται να υποδεχτούν, το πολύ 1.200.000 τόνους/χρόνο (2030), ενώ στη συνέχεια αυτές οι ποσότητες θα μειώνονται. Για τον υπολογισμό της συνολικής δυναμικότητάς τους μπορεί να θεωρηθούν σαν βάση οι 600.000 τόνοι/χρόνο, με τις υπερβάλλουσες ποσότητες στα πρώτα χρόνια να καλύπτονται από τη λειτουργία των μονάδων σε πρόσθετες βάρδιες. Με βάση αυτό το σενάριο, 3 ή 4 αποκεντρωμένες μονάδες μηχανικής επεξεργασίας θα μπορούσαν να καλύψουν, σε βάθος χρόνου, τις ανάγκες της περιφέρειας Αττικής.

Οι αναγκαίες δημοτικές - διαδημοτικές υποδομές διαχείρισης των προδιαλεγμένων υλικών περιγράφονταν αναλυτικά στο ειδικό παράρτημα του προηγούμενου εθνικού σχεδίου (ΕΔΣΑ). Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι δήμοι πρέπει να επανεξετάσουν και να επικαιροποιήσουν ΤΩΡΑ τα τοπικά σχέδια διαχείρισης.

Τα παραπάνω συγκροτούν ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, το οποίο θέλουμε να συμπληρώσουμε με τις εξής επισημάνσεις:

Οι χωροθετήσεις να γίνουν με κριτήρια γεωγραφικά, πληθυσμιακά και περιβαλλοντικά, με τη λογική της μικρής κλίμακας και του δίκαιου επιμερισμού των όποιων βαρών. Θεωρούμε αυτονόητο ότι η Δυτική Αττική θα εξαιρεθεί από κάθε σχεδιασμό χωροθέτησης νέων περιφερειακών υποδομών (μονάδων επεξεργασίας υπολειμματικών σύμμεικτων και ΧΥΤΥ).

Να μην υπάρξει μεταφορά δραστηριοτήτων για τη διαχείριση των απορριμμάτων της Αττικής σε άλλες περιοχές και περιφέρειες.

Να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα (νομοθετικά, διοικητικά, κλπ.), για να μπορέσει να πάρει σάρκα και οστά η αποκεντρωμένη διαχείριση. Ιδιαίτερα, να επιμείνουμε στην ακύρωση της προσπάθειας «νομιμοποίησης» της καύσης, στην κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της διαχείρισης αποβλήτων και στη ριζική αναμόρφωση του διάτρητου συστήματος ανακύκλωσης.

Στο πλαίσιο αυτό, να καταργηθούν τα αποτυχημένα και αδιαφανή ιδιωτικά συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης που ευθύνονται για την αποτυχία της ανακύκλωσης στη χώρα και η εισφορά ανακύκλωσης να αντιμετωπιστεί σαν δημόσιος πόρος, για την ενίσχυση και ανάπτυξη των τοπικών - δημοτικών συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης και μιας εθνικής βιομηχανίας ανακύκλωσης των ανακτώμενων υλικών.

Διεκδικούμε οι διαθέσιμοι χρηματοδοτικοί πόροι να κατευθυνθούν, κατά προτεραιότητα, στις δράσεις πρόληψης, προδιαλογής και ανάκτησης υλικών, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των δήμων, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτά που τους αναλογούν και που τους ζητούνται.

Η διαφύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα δεν ταυτίζεται, αναγκαστικά, με το αίτημα για τη δημιουργία ενιαίου φορέα διαχείρισης αποβλήτων, καθώς είναι ασύμβατο με τη λογική της αποκεντρωμένης διαχείρισης. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο γραφειοκρατικό μηχανισμό, άμεσα ελεγχόμενο από την πολιτική εξουσία και τις επιδιώξεις της, που το μόνο που θα καταφέρει είναι να επιταχύνει τις ΣΔΙΤ και να ακυρώσει κάθε προσπάθεια «διαφοροποίησης» σε επίπεδο περιφερειών και δήμων.

Με δεδομένες τις γενικότερες πολιτικές συμπλεύσεις στο συγκεκριμένο θέμα, εκτιμούμε ότι το τελικό αποτέλεσμα θα κριθεί, κυρίως, από τη δυναμική που θα έχουν τα κινήματα των πολιτών και από το εύρος της απήχησης της επικαιροποιημένης πρότασης της αποκεντρωμένης διαχείρισης.

Δεκέμβρης 2025

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ενημερωτική Εκδήλωση στους Καλημεριάνους για την Επεξεργασία Λυμάτων στο Μοναστηράκι - Καστρί - Καλημεριάνους

ΑΣΠΗΕ του Ρόκα σε Μυρτιά και Κουμάρια (Δήμοι Κύμης-Αλιβερίου, Καρύστου, Ερετρίας)